Άρθρο του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών κ. Χρήστου Ροκόφυλλου,
στην εφημερίδα "Το Βήμα της Κυριακής" (14.11.1999).

Η κατάλυση της διπολικότητας και το διευρυνόμενο χάσμα του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης της Δυτικής Ευρώπης προς την υπόλοιπη Ευρώπη δημιούργησαν εστίες κινδύνων

Μια νέα εποχή για τον ΟΑΣΕ

"Θα στηρίξουμε την προαγωγή της διαφάνειας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη μηχανισμών ελέγχου των εξοπλισμών και των στρατιωτικών κινήσεων."  ΧΡ. ΡΟΚΟΦΥΛΛΟΣ

Η διάσκεψη κορυφής του Οργανισμού Ασφαλείας και Συνεργασίας στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) στην Κωνσταντινούπολη τη 18η και 19η Νοεμβρίου έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για τον ίδιο τον οργανισμό όσο και για τη χώρα μας. Μια σειρά σημαντικοί στόχοι, όπως η ασφάλεια, η ειρήνη, τα δικαιώματα του ατόμου και των λαών και η συνύπαρξη σε κρατικό ή υπερεθνικό επίπεδο, βρίσκονται στο κέντρο των συζητήσεων και είναι φυσικό να δημιουργούν εύλογους προβληματισμούς για το ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας τον επόμενο αιώνα. 

Η «Τελική Πράξη» του Ελσίνκι της 1ης Αυγούστου 1975 απετέλεσε την πρώτη ουσιαστική προσπάθεια για τη δημιουργία κοινών κανόνων συμπεριφοράς μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών για την πρόληψη των συγκρούσεων καθώς και τη διαχείριση των κρίσεων που κατέληξε εξελικτικά στη δημιουργία του ΟΑΣΕ. Αποσκοπούσε ουσιαστικά, μέσα στη δίνη του Ψυχρού Πολέμου, στον συμβιβασμό της «Ειρήνης» και της «Ασφαλείας» με την «Ελευθερία» στον ευρωπαϊκό χώρο. Ετσι διαμορφώθηκε μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην κυριαρχία των κρατών και στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου.

Ο συμβιβασμός που αντιπροσώπευαν τα τρία «κάνιστρα» του Ελσίνκι σήμαινε κατ' ουσίαν ότι η κρατική κυριαρχία είναι σεβαστή ­ χάριν του υπέρτατου αγαθού της ειρήνης στην ήπειρό μας ­ με τη σύμφυτη υποχρέωση να υπόκειται σε ορισμένους κανόνες συμπεριφοράς των κρατών-φορέων της όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και προς τους υπηκόους τους. Η έννοια της κυριαρχίας συνδέεται πλέον άρρηκτα με τη μέριμνα για την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Για την Ελλάδα η συνυπογραφή της «Τελικής Πράξης» συνέπιπτε χρονικά με την αρχή της περιόδου της μεταπολίτευσης, όταν η χώρα μας πραγματοποιούσε την επανείσοδό της στη διεθνή κοινωνία και μάλιστα στη χορεία των κρατών που υπερασπίζονται και σέβονται τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ελληνική εξωτερική πολιτική, για ευνόητους γεωπολιτικούς και ιστορικούς λόγους, δεν μπορούσε άλλωστε παρά να ευνοεί την εδραίωση αρχών και κανόνων στη διεθνή πολιτική ζωή.

Η σύνοδος κορυφής της Κωνσταντινούπολης συνέρχεται σε ένα ριζικά διαφορετικό διεθνές πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί από το 1989 και μετά. Η κατάλυση της διπολικότητας και το διευρυνόμενο χάσμα του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης της Δυτικής Ευρώπης προς την υπόλοιπη Ευρώπη δημιούργησαν εστίες κινδύνων διαφορετικών του 1975. Τα νέα δεδομένα που πηγάζουν από τις επικρατούσες συνθήκες αβεβαιότητας, ανέχειας, έλλειψης αξιών καθώς και από την αναβίωση σοβινισμών και τοπικιστικών φανατισμών, σε συνδυασμό με την απειρία στη διαχείριση κρίσεων, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για ενίσχυση και ενδυνάμωση της πολιτικής ασφαλείας στην Ευρώπη, όχι πια για την αποφυγή γενικευμένης σύρραξης αλλά για την αποτροπή τοπικών συγκρούσεων.

Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν ότι η ΔΑΣΕ αναγκάστηκε να προσαρμοσθεί στις νέες εξελίξεις θεσμοποιούμενη η ίδια σε οργανισμό στη σύνοδο κορυφής της Βουδαπέστης, τον Δεκέμβριο του 1994, με κύρια αποστολή την πρόγνωση, την πρόληψη, τη διαχείριση των κρίσεων και τη θεραπεία των συνεπειών τους. Παράλληλα δημιουργήθηκαν κατάλληλοι μηχανισμοί, όπως ο Υπατος Αρμοστής για τις Μειονότητες, ο Εντεταλμένος για θέματα ελευθερίας των ΜΜΕ, το Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών, ενώ καταστρώθηκαν νέοι κανόνες συμπεριφοράς, όπως το Κείμενο της Βιέννης για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και το Κείμενο της Κοπεγχάγης για την ανθρώπινη διάσταση. 

Η εξέλιξη αυτή μετατόπισε το κέντρο βάρους στην προάσπιση και προαγωγή των δικαιωμάτων του ανθρώπου και στην κατοχύρωση της δημοκρατίας ακόμη και με τη νομιμοποίηση παρεμβάσεων του   ΟΑΣΕ στον χώρο της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών του. Ετσι η έννοια της ασφαλείας τείνει να ξεπεράσει τα παραδοσιακά όριά της και επεκτείνεται πλέον στους τομείς της «ανθρώπινης διάστασης», δηλαδή στον εκδημοκρατισμό των κοινωνιών και στον συστηματικό σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ατομικών και μειονοτικών.

Παρά την αναμφισβήτητη αυτή προσπάθεια προσαρμογής, η τελευταία κρίση στα Βαλκάνια έκανε πολλούς να προβληματισθούν ως προς την ικανότητα του ΟΑΣΕ να αντιμετωπίσει τις ποικιλόμορφες κρίσεις, ενώ ανέδειξε τον κίνδυνο «χρησιμοποίησης» των δικαιωμάτων του ανθρώπου για την κατάλυση των συνόρων και τον διαμελισμό κυρίαρχων κρατών. Ολα δείχνουν πως ο έλλογος συγκερασμός των δύο αυτών ανταγωνιστικών αξιών θα αποτελέσει το μέγα πρόβλημα της εποχής μας.

Η Ελλάδα, σε στενή και εποικοδομητική επαφή με τους εταίρους της, προσεγγίζει τη σύνοδο κορυφής της Κωνσταντινούπολης με την προσδοκία ότι θα συνεισφέρει ενεργά στην εκπόνηση πολιτικών αποφάσεων και γενικότερων ρυθμίσεων που θα προετοιμάσουν τον ΟΑΣΕ για τον νέο αιώνα, θα διατηρήσουν το βασικό «συγκριτικό πλεονέκτημά» του, της ευελιξίας, και θα επαναβεβαιώσουν τους θεμελιώδεις για την ασφάλεια της Ευρώπης κανόνες του κεκτημένου του Ελσίνκι. Παράλληλα θα στηρίξουμε την προαγωγή της διαφάνειας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη μηχανισμών ελέγχου των εξοπλισμών και των στρατιωτικών κινήσεων. Θεμελιώδης, τέλος, μέριμνά μας θα είναι η προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών.