Άρθρο του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών κ. Χρήστου Ροκόφυλλου στην εφημερίδα «ΗΜΕΡΗΣΙΑ», 20.12.1999.

ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ

ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ.

 

Στο Συμβούλιο Κορυφής του Ελσίνκι της 10ης - 11ης Δεκεμβρίου 1999, ελήφθησαν σημαντικές αποφάσεις για μια σειρά θέματα που αφορούν τη διεύρυνση, τη θεσμική μεταρρύθμιση της Ε.Ε., την ενδυνάμωση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας με την δημιουργία της «ευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης ταχείας επέμβασης».

Από τη Σύνοδο αυτή, η χώρα μας βγήκε πολλαπλά ενισχυμένη. Η ελληνική κυβέρνηση έδωσε σκληρή μάχη για την εξασφάλιση των απαραίτητων εγγυήσεων που κατοχυρώνουν πλήρως τα ελληνικά συμφέροντα προκειμένου να συναινέσει στην αναγόρευση της Τουρκίας ως υποψήφιας προς ένταξη χώρας. Η Ελλάδα στη Σύνοδο αυτή είχε τη δυνατότητα και την ετοιμότητα να αντιτάξει την άρνησή της εφόσον έκρινε ότι δεν ικανοποιούντο οι δίκαιες απαιτήσεις της. Χάρις στην ενεργό και σκληρή διπλωματική προσπάθεια, πέτυχε την κατοχύρωση των εθνικών μας συμφερόντων και ταυτόχρονα απέφυγε μια αρνητική τοποθέτηση η οποία θα οδηγούσε σε όξυνση των σχέσεών μας με την Τουρκία, τριβές με τους εταίρους μας στην Ε.Ε. και άλλες χώρες και παράλληλα θα στερούσε τη δυνατότητα δημιουργίας μίας δυναμικής για τη βελτίωση του κλίματος στην κατεύθυνση της σταθερότητας και της ανάπτυξης της περιοχής.

Ειδικότερα, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι επιβεβαιώθηκε εκ νέου η σημασία της διαδικασίας διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σταθερότητα και την ευημερία όλης της ευρωπαϊκής ηπείρου και τονίσθηκε η αναγκαιότητα να επιταχυνθεί αποτελεσματικά η διαδικασία αυτή. Το Συμβούλιο αποφάσισε την κατάργηση του διαχωρισμού που υπήρχε μέχρι τώρα μεταξύ των χωρών οι οποίες είχαν προχωρήσει ήδη στις ενταξιακές διαδικασίες και εκείνων οι οποίες ανέμεναν να κριθούν ικανές για ένταξη και αποφάσισε ότι και οι 10 χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η Κύπρος και η Μάλτα συμμετέχουν επί ίσοις όροις πλέον στη διαδικασία προσχώρησης. Έτσι, με την απόφαση αυτή ξεκινούν ενταξιακές διαπραγματεύσεις όλες οι χώρες του δεύτερου κύματος από το Φεβρουάριο του 2000. Τέλος, το Συμβούλιο προσέθεσε στον κατάλογο των υποψήφιων χωρών την Τουρκία.

Αντίθετα με τις υπόλοιπες 12 υποψήφιες προς ένταξη χώρες, η ανακήρυξη της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας δεν συνεπάγεται έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, διότι προϋποθέτει την εκπλήρωση μιας σειράς πολιτικών και οικονομικών κριτηρίων που περιγράφονται λεπτομερώς στις αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής και ειδικότερα σ΄ εκείνες της Κοπεγχάγης και του Λουξεμβούργου. Η απόφαση του Ελσίνκι επιτρέπει στο μέλλον τη σύναψη προενταξιακής εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ε.Ε. και της χώρας αυτής, βάσει της οποίας η Τουρκία θα δύναται να ωφεληθεί από όλα τα δικαιώματα της υπό ένταξη χώρας, αλλά παράλληλα θα πρέπει να ικανοποιήσει όλες τις υποχρεώσεις που η Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει σε κάθε κράτος που επιθυμεί να γίνει μέλος της.

Η Τουρκία εφεξής θα πρέπει να παρουσιάζει συνεχή πρόοδο σε μια σειρά από σημαντικούς τομείς, όπως είναι η σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών, το κράτος δικαίου, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η προστασία των μειονοτήτων, η απρόσκοπτη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς καθώς και η ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου. Επιπλέον η Τουρκία οφείλει να εργασθεί για την οικοδόμηση σχέσεως καλής γειτονίας με την Ελλάδα και να συμβάλει θετικά στην επίλυση του Κυπριακού.

Παράλληλα, το Ελσίνκι ζήτησε από όλα τα υποψήφια προς ένταξη κράτη να ρυθμίσουν τις συνοριακές διενέξεις τους με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διάρκεια της περιόδου της υποψηφιότητάς τους, θέτοντας - για πρώτη φορά - χρονοδιάγραμμα επίλυσης πριν από το χρόνο ένταξής τους, με προτροπή για παραπομπή προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς τους στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το βραδύτερο μέχρι το τέλος του 2004.

Η επιτυχής προσπάθεια για τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας είναι ένα στοίχημα με αβέβαιη ίσως εξέλιξη για τη γείτονα χώρα. Θα απαιτηθεί τεράστια προσπάθεια και χρόνος, ενδεχόμενα δεκαετιών, για να πραγματοποιηθούν όλες οι αναγκαίες θεσμικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Για τη χώρα μας ο εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να εξομαλυνθούν οι οποιεσδήποτε διενέξεις και να οικοδομηθεί σε στέρεα βάση η ασφάλεια, η σταθερότητα και η οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη την περιοχή της Βαλκανικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Στην πορεία του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, όσο περνά ο χρόνος, θα αυξάνονται τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη που θα αποκομίζει η χώρα μας. Η Τουρκία θα αναγκαστεί να ζητήσει τη θετική στάση ή ακόμα και τη βοήθεια της Ελλάδας στις μελλοντικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για οικονομική βοήθεια, παροχή τεχνογνωσίας και το σπουδαιότερο θα απαιτηθεί νέα συγκατάθεσή μας για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεών της .

Οι ελληνικές επιχειρήσεις, με το δυναμισμό και την τεχνογνωσία που ήδη έχουν, θα επιχειρήσουν ασφαλώς κοινές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες με τις τουρκικές και θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις νέες προοπτικές που ανοίγονται γι΄αυτές διαβλέποντας στην δημιουργία μιας αγοράς με τεράστιες προοπτικές που θα περικλύει τη Βαλκανική, την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και τις μεσογειακές χώρες.

Όσον αφορά την Κύπρο, για πρώτη φορά διαχωρίστηκε το πολιτικό πρόβλημα της επίλυσης του Κυπριακού από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα το οποίο αποτελεί μείζονα επιτυχία για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος επιθυμούν την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος επί τη βάσει του διεθνούς πλαισίου που έχει θέσει ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών. Τίθεται θέμα εάν παρά τις προσπάθειες της ελληνικής και της κυπριακής πλευράς μέχρι τη στιγμή της εντάξεως της Κύπρου δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία. Η Σύνοδος του Ελσίνκι αποφάσισε την άνευ όρων ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και απομάκρυνε έτσι οριστικά κάθε πιθανότητα ομηρίας της Κύπρου από την Τουρκία ή από οποιαδήποτε άλλη χώρα θα επιθυμούσε να προβάλει την πολιτική επίλυση του Κυπριακού ως προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.

Συνοψίζοντας, στο Ελσίνκι η χώρα μας συναίνεσε στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας πετυχαίνοντας την αποδοχή όλων των όρων που είχε θέσει. Πετύχαμε, πρώτον, πραγματική, ουσιαστική υποψηφιότητα για την Τουρκία, που δημιουργεί υποχρεώσεις, ευθύνες και δικαιώματα στην γείτονα χώρα. Δεύτερο, πετύχαμε την αποδοχή, από την Τουρκία, των κανόνων και των αρχών του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών όσον αφορά την εξωτερική συμπεριφορά της, καθώς επίσης την αποδοχή της διαδικασίας της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, ιδιαίτερα μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Τρίτον, ζητήσαμε να αποδεσμευθεί η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή ΄Ένωση από την προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος.

Πιστεύω ότι οι αποφάσεις του Ελσίνκι μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία μιας νέας δημιουργικότερης εποχής για τη χώρα μας, την Ευρώπη και την Τουρκία.

Απομένει σε μας, χωρίς να ξεχάσουμε την ιστορία μας, να επιχειρήσουμε να ανταποκριθούμε θετικά στα δεδομένα της νέας αυτής εποχής και να κάνουμε πραγματικότητα την ασφάλεια, τη συνεργασία και την ανάπτυξη στην περιοχή.