Χαιρετισμός Υπουργού Αναπληρωτή Εξωτερικών κ. Χρ. Ροκόφυλλου, στο Συνέδριο του ΚΠΕΕ, “Για μια Νέα Εθνική Επικοινωνιακή Στρατηγική”, (Ζάππειο Μέγαρο, 21 Νοεμβρίου 1999).

 

Ευχαριστώ θερμά το Κέντρο Πολιτικής Έρευνας και Επικοινωνίας και τον Πρόεδρό του κ. Άγγελο Φιλιππίδη για την τιμητική τους πρόσκληση να χαιρετίσω το Συνέδριο “Για μια νέα εθνική επικοινωνιακή στρατηγική” που διοργανώνεται για τρίτη συνεχή χρονιά από το ΚΠΕΕ, μετά από την ιδιαίτερα επιτυχή εμπειρία των προηγουμένων ετών.

Η πλούσια επί μέρους θεματική του Συνεδρίου και οι εισηγητές που θα ακολουθήσουν, είμαι βέβαιος, ότι θα καλύψουν όλες τις πτυχές αυτού του τόσο σοβαρού θέματος που έχει να κάνει με την εικόνα, την προβολή, την αξιοπιστία και το κύρος της χώρας μας στο εξωτερικό. Αποτελεί μία συλλογική, εθνική -σε τελευταία ανάλυση- προσπάθεια που αγκαλιάζει κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα, δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, την ακαδημαϊκή κοινότητα, τον επιχειρηματικό κόσμο, τους συνδικαλιστές, τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, ολόκληρη την κοινωνία μας, θέτοντας όλους προ των ευθυνών τους για τη σωστή και αποτελεσματική προβολή των συμφερόντων της χώρας μας.

Το τέλος του διπολισμού στις διεθνείς σχέσεις, η κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών σε πολλούς τομείς της διεθνούς ζωής, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η επανάσταση των νέων τεχνολογιών, η οικουμενικότητα στις τηλεπικοινωνίες και γενικότερα στις επικοινωνιακές σχέσεις, επιβάλλουν ανακατατάξεις και προσαρμογές στις νέες συνθήκες, τόσο στο εσωτερικό των χωρών, όσο και στις εξωτερικές τους σχέσεις.

Η χώρα μας, όπως και άλλες μικρές και μεσαίες, έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια μία σοβαρή προσπάθεια, μέσα στο νέο σύνθετο, ασταθές, ρευστό και άκρως ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, να επαναπροσδιορίσει στόχους, να ιεραρχήσει σωστά τις εθνικές προτεραιότητες, να απαντήσει αποτελεσματικά στις προκλήσεις, να κερδίσει το στοίχημα της ομαλής προσαρμογής και ενσωμάτωσης στο διεθνές σύστημα, να συμμετάσχει ισότιμα και δυναμικά στη συναρπαστική περιπέτεια της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας. Να παίξει, ταυτόχρονα, ρόλο πρωταγωνιστικό στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή που ανήκει, στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Να προασπίσει και να προωθήσει τα εθνικά της συμφέροντα με μια πολυδύναμη εθνική στρατηγική που θα συνεγείρει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου μας.

Η χάραξη, κατά συνέπεια, μιας νέας εθνικής επικοινωνιακής στρατηγικής πρέπει να συμβαδίζει με τη νέα αυτή πραγματικότητα και τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας και το νέο διεθνή ρόλο που καλείται σήμερα να παίξει. Όταν όλα γύρω μας αλλάζουν, εμείς δεν μπορούμε να μένουμε προσκολλημένοι στα παλαιά και ξεπερασμένα αμυντικά σύνδρομα και στερεότυπα, σε μια ιδιότυπη εθνοκεντρική και εσωστρεφή αυταρέσκεια. Για να πετύχουμε τους στόχους μας απαιτείται μία νέα νοοτροπία, αλλά πάνω από όλα απαιτείται εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας, με δύο λέξεις: εθνική αυτοπεποίθηση.

Πιστεύω πως σήμερα έχουμε μπει σε μια σωστή πορεία. Με προβλήματα, φυσικά, δυσκολίες, ακόμη και αστοχίες, αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση. Η πολιτική αυτή έχει αποδώσει τους πρώτους καρπούς της. Ελπίζω πως όλοι σήμερα, και οι πιο μεμψίμοιροι, έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η χώρα μας έχει βελτιώσει κατά πολύ την εικόνα της στο εξωτερικό, σε σχέση με το παρελθόν. Και τούτο ασφαλώς δεν οφείλεται στις καλύτερες δημόσιες σχέσεις ή τα καλύτερα επικοινωνιακά εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας. Είναι ζήτημα ουσίας, αντανάκλαση πραγματικών δεδομένων και επιτευγμάτων που συνδέονται με μία συνολικότερη αναβάθμιση της χώρας μας. Δεν αποτελεί αυτό κυβερνητικό κομπασμό, αλλά κοινή διαπίστωση του διεθνούς τύπου και των διεθνών οργανισμών. Προωθούμε μία πολιτική κινητικότητας, ενεργού εμπλοκής μας στο διεθνές σύστημα με σταθερά βήματα και αποφασιστικότητα.

Αρκεί κανείς να κάνει μία απλή σύγκριση της εικόνας και της θέσης της Ελλάδας στις αρχές της δεκαετίας με αυτήν του τέλους της δεκαετίας.

Η πρόοδος που έχει επισυμβεί είναι σημαντικότατη. Στις διεθνείς της σχέσεις, για παράδειγμα, από τμήμα του βαλκανικού προβλήματος η Ελλάδα σήμερα έχει καταφέρει να αποδείξει ότι αποτελεί τμήμα της λύσης του προβλήματος και καταλύτη ευνοϊκών προοπτικών για την ειρήνη και την ανάπτυξη της περιοχής. Η Ελλάδα είχε τότε αναπτύξει τριβές με όλους σχεδόν τους βόρειους γείτονές της. Σήμερα, αντίθετα, αποτελούμε παράγοντα σταθερότητας, ασφάλειας και συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή μας. Είμαστε από τους πρώτους επενδυτές και εμπορικούς εταίρους με τα βαλκανικά κράτη, αποτελούμε μοναδικό υπόδειγμα δημοκρατίας και οικονομικής ευρωστίας, μία πολιτική και οικονομική “υπερδύναμη” στη Βαλκανική. Οι βαλκανικοί λαοί προσβλέπουν σε μας ως τη γέφυρα, μέσα από την οποία τα Βαλκάνια θα προσεγγίσουν τη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια και τους θεσμούς της. Πρωτοστατούμε σε αυτές τις πρωτοβουλίες, σε αυτές τις προσπάθειες. Η συνετή και προσεκτική στάση μας στη πρόσφατη κρίση στο Κοσσυφοπέδιο μας έχει καταστήσει αξιόπιστους συνομιλητές με όλες τις πλευρές. Οι μετέπειτα εξελίξεις δικαίωσαν τις θέσεις μας. Η συνολική ελληνική πρόταση για ειρήνευση, σταθερότητα και ανάπτυξη της περιοχής βρίσκει σήμερα απήχηση και πρόσφορο έδαφος. Η προώθηση του Συμφώνου Σταθερότητας, ο ορισμός της Θεσσαλονίκης ως έδρας του Οργανισμού Ανασυγκρότησης και η εντελώς πρόσφατη απόφαση για εγκατάσταση διεθνούς Παρατηρητηρίου για τη Δημόσια Διοίκηση προς τις χώρες Κεντρικής – Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ) και της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ) ενώ ταυτόχρονα, το κοινοτικό CEDEFOP, το οποίο άρχισε πριν λίγες μέρες να λειτουργεί, αποτελούν κατακτήσεις, για τις οποίες η ελληνική πλευρά πρέπει να αισθάνεται υπερήφανη, γιατί αποτελούν παραδείγματα αναγνώρισης του διεθνούς διαμεσολαβητικού της ρόλου.

Οι θετικές για την Ελλάδα διεθνείς εντυπώσεις παρόλα τα αρνητικά φαινόμενα που μας ταλάνισαν ή κατά καιρούς εμφανίσθηκαν στο παρελθόν -χωρίς τούτο να σημαίνει ότι έχουν τελείως εξαλειφθεί- δεν αποτελούν τυχαία γεγονότα ή αιφνίδια μεταστροφή των κύκλων εκείνων που είναι σε θέση να διαμορφώνουν τη διεθνή κοινή γνώμη. Είναι αποτέλεσμα μεθοδικών και ισορροπημένων χειρισμών στην εξωτερική πολιτική, που κατάφεραν να αποσείσουν από πάνω μας το άχθος του χαρακτηρισμού μας ως “προβληματικού” και απομονωμένου εταίρου και συμμάχου.

Η εξωτερική πολιτική για να είναι αποτελεσματική πρέπει να είναι και πειστική. Δεν αρκεί να έχεις το δίκαιο με το μέρος σου. Πρέπει να πείθεις και τους άλλους γι’ αυτό. Πρέπει να έχεις την ικανότητα να εντάξεις τα επί μέρους συμφέροντά σου στον ευρύτερο κύκλο των συμφερόντων των εταίρων και συμμάχων σου. Μόνο τότε έχεις την αμέριστη συμπαράσταση και αλληλεγγύη τους. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεγαλούργησε και διπλασίασε την Ελλάδα, γιατί πέτυχε να αξιοποιήσει προς όφελος της χώρας συμμαχίες και διεθνείς συσχετισμούς. Αντίθετα, οι θεωρίες του “ανάδελφου” έθνους, οι “υπερπατριωτικές” εξάρσεις και ρητορείες, οι εθνικιστικές κορώνες ζημίωσαν στην ιστορική του πορεία τον ελληνισμό και οδήγησαν σε εθνικές ήττες και καταστροφές, στην απομόνωση και το περιθώριο.

Τα δεδομένα αυτά πρέπει να έχουμε σοβαρά υπόψη μας και για τη χάραξη της επικοινωνιακής μας στρατηγικής ως χώρα. Μιας ευρωπαϊκής χώρας σύγχρονης, δημοκρατικής, ανεκτικής στη διαφορετικότητα, πολυπολιτισμικής, χωρίς ξενοφοβία, ρατσισμό και εθνικά φετίχ, με πλήρη άνθιση των ελευθεριών, με σεβασμό στα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα των πολιτών.

Δεν υπάρχει, εξάλλου, αξιόπιστη και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική χωρίς ισχυρό εσωτερικό μέτωπο. Η ισχυρή κοινωνία, η ισχυρή οικονομία, η αντοχή και ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών προσδίδουν με τη σειρά τους κύρος και δύναμη στη διεθνή προβολή και εικόνα της χώρας. Τα θετικά αυτά στοιχεία οφείλουμε να τα αξιοποιούμε επικοινωνιακά. Να μην ωραιοποιούμε, ούτε να εξαπατούμε, ούτε όμως και να διογκώνουμε τα δευτερεύοντα, να προβάλουμε μόνο τα αρνητικά ή να διεγείρουμε το θυμικό του λαού μας ρίχνοντας νερό στο μύλο της αμετροέπειας και της υπερβολής, που δυστυχώς ακόμη χαρακτηρίζει πτυχές του ατομικού και συλλογικού μας βίου. Ο λαϊκισμός και η δημαγωγία προσφέρουν κακές υπηρεσίες στη διαμόρφωση των εθνικών χαρακτηριστικών και της φυσιογνωμίας μας και, το χειρότερο, αμαυρώνουν πολλές φορές την εικόνα της κοινωνίας μας στο εξωτερικό.

Για το λόγο αυτό, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και αυτοσυγκράτηση τόσο από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, όσο και από μας τους ίδιους τους πολιτικούς και τα κόμματα, από όλους τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, ιδίως στα λεπτά ζητήματα των εξωτερικών σχέσεων της χώρας και των εθνικών μας θεμάτων. Γι’ αυτόν το λόγο στα ζητήματα στρατηγικού χαρακτήρα πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων.

Φίλες και Φίλοι,

Πολύ φοβούμαι ότι ακόμη και εμείς οι ίδιοι πολλές φορές υποτιμούμε τις δυνάμεις και τις δυνατότητες αυτής της χώρας και αυτής της κοινωνίας. Δεν έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει τις κατακτήσεις μας και τις προοπτικές που μας προσφέρουν αυτά τα επιτεύγματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα περιλαμβάνεται σήμερα στον κατάλογο των 20 πιο ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη. Ότι η συμμετοχή της σε όλους τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, στα αντίστοιχα συστήματα συλλογικής ασφάλειας και ιδιαίτερα η ισότιμη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως συνδιαμορφωτή του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι προσδίδει στη χώρα μας συγκριτικά πλεονεκτήματα στην ταραγμένη ευρύτερη περιοχή της.

Η Ελλάδα, τέλος, έχει πάψει πλέον να αποτελεί χώρα της περιφέρειας, όπως λέγαμε άλλοτε, αλλά βαδίζει με γοργά βήματα προς την ομάδα των κρατών του κεντρικού πυρήνα. Η εισδοχή της στην ΟΝΕ το 2001 θα επικυρώσει αυτήν την ελπιδοφόρα πορεία. Δεν θα είναι μία πορεία τυχαία, αποτέλεσμα ενός αυτόματου πιλότου της ιστορίας. Θα είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και θυσιών του ελληνικού λαού, επιστέγασμα σωστού κεντρικού σχεδιασμού, μεθοδικών κυβερνητικών χειρισμών, με εμμονή στους στόχους, υπομονή, επιμονή, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα.

Θα είναι ένα στοίχημα που θα έχει κερδηθεί, γιατί πρυτάνευσε μία νέα αντίληψη για την πολιτική και την κοινωνία. Στο βαθμό που η αντίληψη αυτή θα έχει διαμορφώσει και εμπεδώσει μία νέα εθνική στρατηγική επικοινωνίας για τη χώρα στην αυγή της νέας χιλιετίας, θα μπορούμε να πούμε ότι έχουμε αποκτήσει ένα ακόμη ισχυρό όπλο για την προώθηση από καλύτερες θέσεις των συμφερόντων της πατρίδας μας.

Εύχομαι οι εργασίες του Συνεδρίου σας να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση, ο διάλογος που θα αναπτυχθεί να είναι γόνιμος και καρποφόρος, ώστε οι προτάσεις και τα συμπεράσματα να αξιοποιηθούν από όλους μας.