Η προοπτική του ελληνοτουρκικού διαλόγου (ΒΗΜΑ της Κυριακής 11.7.99)

ΓΙΑΝΝΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ

Η έναρξη του διαλόγου που αποφασίστηκε στη Νέα Υόρκη, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, από τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών, Γ. Παπανδρέου και Ι. Τζεμ, πάνω σε μία σειρά από θέματα, λαμβάνει χώρα σε μια κρίσιμη στιγμή για την περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, στην οποία βρίσκονται και οι δύο χώρες. Η κρίση στο Κόσοβο και ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία υπογράμμισε την κρισιμότητα της περιόδου αλλά και τις αλληλεξαρτήσεις σχέσεων και καταστάσεων στην περιοχή.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι με πρωτοβουλία της Ελλάδας ξεκινά ένας διερευνητικός διάλογος ανάμεσα στις δύο χώρες ­ Ελλάδα και Τουρκία ­ έπειτα από μια σημαντική περίοδο έντασης και σχετικής απραξίας.

Ο διάλογος δεν αφορά μια «εφ' όλης της ύλης» συζήτηση. Πρόκειται για μια διερεύνηση δυνατοτήτων συνεργασίας σε επίπεδο υψηλών αξιωματούχων των δύο χωρών σε «δεύτερης τάξης» θέματα (χαμηλής πολιτικής), όπως ο τουρισμός, το εμπόριο, η καταπολέμηση της εγκληματικότητας (λαθρομετανάστευση, τρομοκρατία), το περιβάλλον και ο πολιτισμός. Τα μεγάλα θέματα υψηλής πολιτικής των ελληνοτουρκικών σχέσεων που αφορούν ζητήματα κυριαρχίας ή το Κυπριακό δεν αποτελούν αντικείμενο του διαλόγου. Για τα ζητήματα αυτά ισχύουν οι παλαιότερες προτάσεις που έχει απευθύνει η ελληνική πλευρά και οι υπάρχουσες διεθνείς διαδικασίες. Ετσι εξακολουθεί και ισχύει η πρόταση για το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τα ζητήματα του Αιγαίου (όπως είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ή για άλλα θέματα που εγείρει η Τουρκία, προς το οποίο θα μπορούσε να προσφύγει στη βάση του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών) και το πλαίσιο της διαδικασίας του ΟΗΕ για το Κυπριακό. Θέματα κυριαρχίας είναι αδιαπραγμάτευτα.

Το Κυπριακό ειδικότερα και η πορεία του τους προσεχείς μήνες, ύστερα από την πρωτοβουλία των «Οκτώ» και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για επανάληψη του διακοινοτικού διαλόγου, αποτελεί τη «λυδία λίθο» των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Στόχος του διαλόγου σε θέματα «χαμηλής πολιτικής» είναι να αμβλυνθεί η ένταση και να βελτιωθεί το κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μια προσπάθεια που θα αποβεί αμοιβαία επωφελής και για τους δύο λαούς. Η παγίωση ενός κλίματος διαλόγου και συνεργασίας στα παραπάνω θέματα θα συμβάλει στη δημιουργία ενός νέου πλαισίου σχέσεων που ασφαλώς θα μπορούσε να βοηθήσει, ως θετικό κεκτημένο και στην προσέγγιση των μεγάλων προβλημάτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό.

Ο διάλογος αποτελεί, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, μέρος μιας συνολικής στρατηγικής. Δεν αποτελεί μια αποσπασματική, τακτική κίνηση πρόσκαιρης εμβέλειας. Ο διάλογος αναλυτικότερα ως μέρος συνολικής στρατηγικής εκφράζει μια «νεολειτουργική» προσέγγιση, η οποία ξεκινά τη συνεργασία από μια δέσμη θεμάτων οικονομικού, λειτουργικού χαρακτήρα.

Πρόκειται για τη στρατηγική που εφάρμοσε η Ευρωπαϊκή Ενωση με επιτυχία από τη σύστασή της, ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα, στη δεκαετία του 1950. Αν η στρατηγική αυτή θα έχει την ίδια επιτυχία στη συγκεκριμένη περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα αποδειχθεί στην πορεία της όλης προσπάθειας.

Στην πράξη θα φανεί κατά πόσο η Τουρκία είναι διατεθειμένη να συνεργαστεί χωρίς να αναμείξει στις συζητήσεις απαράδεκτες και παράνομες αξιώσεις εναντίον ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και κατά πόσο είναι διατεθειμένη σε τελευταία ανάλυση να συνεργαστεί για την επίλυση των θεμάτων «υψηλής πολιτικής». Ο διάλογος αυτός δεν θα διεξάγεται ασφαλώς στο κενό. Ολα τα ζητήματα διασυνδέονται. Ετσι η τύχη του συναρτάται σε μεγάλο βαθμό από την όλη πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Για τον λόγο αυτό, επιβάλλεται προσεκτική και συγκρατημένη αντιμετώπιση.

Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπάρχουν, ως γνωστόν, τρεις κυρίως ενότητες θεμάτων: (α) τα θέματα που συνδέονται με την ελληνική κυριαρχία και που πηγάζουν από τις απαράδεκτες αξιώσεις και αμφισβητήσεις της Τουρκίας σε πτυχές της ελληνικής κυριαρχίας, (β) το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου, και (γ) οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, για τις οποίες η Ελλάδα ως χώρα-μέλος της Ενωσης αλλά και χώρα όμορος με την Τουρκία έχει καθοριστικό λόγο.

Για την Ελλάδα ωστόσο οι σχέσεις ΕΕ - Τουρκίας υπάγονται σε ειδικό πλέγμα προϋποθέσεων και αρχών που συνδέονται με τη φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως πολιτικού δημοκρατικού οργανισμού αλλά και με την προϋπόθεση που θέτει η Ελλάδα για την ανάπτυξη των σχέσεων ΕΕ - Τουρκίας (απρόσκοπτη ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην Ενωση, διασφάλιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων έναντι προσβολής τους από την Τουρκία κτλ.). Κατά συνέπεια, για την Ελλάδα η ευρωπαϊκή στρατηγική της Τουρκίας δεν συνδέεται με την εξέλιξη ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου σε δευτερεύοντα θέματα.

Ο διάλογος που αρχίζει περικλείει επομένως την προοπτική να οδηγήσει στην ανάπτυξη των μορφών της λειτουργικής συνεργασίας στους επιλεγμένους τομείας που θα επιτρέψουν τη διαμόρφωση του πλαισίου εμπιστοσύνης για την αντιμετώπιση των περισσότερο ευαίσθητων θεμάτων κυριαρχίας στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου και συνθηκών. Η αποδοχή από πλευράς Τουρκίας της προσέγγισης αυτής ­ προσέγγιση που ανταποκρίνεται στη «βήμα προς βήμα» πρόταση που είχε διατυπώσει εδώ και καιρό η Ελλάδα ­ αποτελεί μια θετική εξέλιξη. Η ουσιαστική συμβολή της Τουρκίας στη διαδικασία αυτή του διαλόγου και στην τελική του επιτυχία θα αποτελέσει πράξη που θα δείξει τα όρια των δυνατοτήτων και προοπτικών για την προώθηση της στρατηγικής στο επίπεδο που θα επιτρέψει την επίλυση του συνόλου των προβλημάτων στις σχέσεις των δύο χωρών. Χωρίς αμφιβολία, υπάρχει ένα αρνητικό «κεκτημένο εμπειριών» από το παρελθόν γύρω από τον διάλογο, κεκτημένο που ελπίζεται ότι δεν θα εμπλουτισθεί από μια νέα αρνητική καταγραφή ή εμπειρία.

Αν η έναρξη του διαλόγου αυτού σηματοδοτήσει τελικά την αποδοχή από πλευράς Τουρκίας δέσμης αρχών και ρυθμίσεων για την επίλυση των προβλημάτων στη βάση του διεθνούς δικαίου, τότε μπορεί να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο χωρών.

Grad_blu.gif (2094 bytes)