Y Π Ο Μ Ν Η Μ Α

«Για μιά Ευρωπαϊκή ΄Ενωση με Πολιτικό και Κοινωνικό Περιεχόμενο»

(Συμβολή της Ελλάδος στη Διακυβερνητική διάσκεψη του 1996)


Α. Ε ι σ α γ ω γ ή

α. Οι Προκλήσεις

1. Η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση (ΕΕ) βρίσκεται, λίγο πριν από το τέλος του αιώνα, αντιμέτωπη με οξύτατες προκλήσεις, αιτήματα και αμφισβητήσεις που πηγάζουν από τις δραματικές αλλαγές που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση (Συνθήκη του Μάαστριχτ) που τέθηκε σε ισχύ το 1993 αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα στην προαγωγή της Ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Ωστόσο τα προβλήματα που ανέκυψαν στη διαδικασία επικύρωσης της εν λόγω Συνθήκης αλλά και η αδυναμία της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα ογκούμενα κοινωνικά προβλήματα όπως αυτό της αυξανόμενης ανεργίας, κοινωνικής περιθωριοποίησης, περιβαλλοντικής υποβάθμισης, οικονομικής συνοχής έδειξαν τα όρια και τους περιορισμούς της εν λόγω Συνθήκης. Σ'αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι και μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ προωθήθηκαν κυρίως τα ζητήματα της ενιαίας αγοράς, και λιγότερο τα στοιχεία της κοινωνικής συνοχής και σύγκλισης.

Η Διακυβερνητική Διάσκεψη θα λάβει χώρα μέσα σε ένα περιβάλλον έντονων κοινωνικών πιέσεων, που προκύπτουν λόγω της δυσπιστίας των πολιτών απέναντι στο δαιδαλώδες και απόμακρο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, όσο και λόγω της αποδεδειγμένης αδυναμίας της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης να παρέμβει ουσιαστικά για τη διατήρηση της ειρήνης και την εγκαθίδρυση ενός σταθερού συστήματος ασφάλειας και συνεργασίας στην σημερινή Ευρώπη, Το γεγονός αυτό κατέδειξε αφ΄ενός τις αδυναμίες του συστήματος εξωτερικής δράσης της ΕΕ, και αφ'ετέρου, εξασθένησε την αξιοπιστία της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση και κατ΄επέκταση της ίδιας της ΄Ενωσης.

2. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω εξελίξεων και συνθηκών, σημαντικό τμήμα των Ευρωπαίων πολιτών έχει οδηγηθεί στην αμφισβήτηση της ενοποιητικής διαδικασίας της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, ενώ πολλοί διερωτώνται για την χρησιμότητα και αποτελεσματικότητα ορισμένων θεσμών, πολιτικών και διαδικασιών. Για ένα σημαντικό μέρος των Ευρωπαίων πολιτών, η ΕΕ εμφανίζεται, περισσότερο ως συντελεστής που συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικών προβλημάτων όπως αυτό της ανεργίας παρά ως παράγων για την επίλυσή τους. Η αδιαφάνεια και έλλειψη επαρκούς δημοκρατικότητας που χαρακτηρίζουν ορισμένες διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικής και λήψης αποφάσεων της ΕΕ οδηγούν, επίσης, τους Ευρωπαίους πολίτες σε αποστασιοποίηση από Ευρωπαϊκούς θεσμούς και επιλογές.

3. Ωστόσο, στον άμεσο εξωτερικό της χώρο η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση απολαμβάνει υψηλού βαθμού ελκυστικότητας και αποδοχής. Τούτο πιστοποιείται από την δεδηλωμένη επιθυμία του συνόλου των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και των Ευρωπαϊκών χωρών της Μεσογείου (Κύπρος, Μάλτα) να καταστούν πλήρη μέλη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, το ταχύτερο δυνατόν.

Οι χώρες αυτές προσβλέπουν στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση ως θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να διασφαλίσουν την εξωτερική τους ασφάλεια, να αυξήσουν την οικονομική και κοινωνική τους ευημερία και να εμπεδώσουν τους δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς. Η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση βρίσκεται συνεπώς αντιμέτωπη με την πρόκληση της νέας διεύρυνσης με δώδεκα νέα μέλη. Στην πρόκληση αυτή η ΄Ενωση δεν μπορεί παρά να απαντήσει καταρχήν θετικά. Αλλά η διεύρυνση της ΄Ενωσης θα πρέπει να γίνει με τρόπο που να εγγυάται την προώθηση της ενοποιητικής διαδικασίας, την ενότητα και αποτελεσματικότητα του θεσμικού συστήματος της ΄Ενωσης, την διαφύλαξη του «κοινοτικού και πολιτικού κεκτημένου», την οικονομική και κοινωνική συνοχή. Η διεύρυνση με άλλα λόγια, δεν θα πρέπει να αλλοιώσει το θεσμικό και πολιτικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.

4. Είναι προφανές συνεπώς ότι η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πενταπλή πρόκληση:

(i) Την ανάκτηση της εμπιστοσύνης της Ευρωπαϊκής κοινωνίας και των Ευρωπαίων πολιτών, δηλαδή την πρόκληση της νομιμοποίησης.

(ii) Τηv ανάδειξη του θετικού ρόλου που η ΄Ενωση μπορεί να διαδραματίσει στην αντιμετώπιση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων όπως αυτό της ανεργίας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της συνοχής, κ.λπ.

(iii) Τηv προετοιμασία της ΄Ενωσης για την νέα διεύρυνση - δηλαδή την ικανότητα να αποδεχθεί νέα μέλη χωρίς λειτουργικούς κλυδωνισμούς, χωρίς να αλλοιώσει τη θεσμική ταυτότητα και τις προοπτικές της. Παράλληλα με τη θεσμική μεταρρύθμιση και προσαρμογή, η ΄Ενωση θα πρέπει να διασφαλίσει την επάρκεια των οικονομικών πόρων που θα επιτρέψουν την απρόσκοπτη χρηματοδότηση των κοινών πολιτικών καθώς και των αναγκών που θα προκύψουν από τη νέα διεύρυνση.

(iv) Την επιδίωξη ανάπτυξης ενός βαθύτερου, απ'ό,τι υπάρχει σήμερα θεσμικού δεσμού, την επίτευξη, δηλαδή, μιας βαθύτερης ενότητας μέσα από την εγγύηση και την ανάπτυξη της διαφορετικότητας.

(v) Την ενίσχυση της εξωτερικής δράσης και ταυτότητας της ΄Ενωσης, καθώς και της αύξησης της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της, π.χ. με την ενίσχυση της κοινής ερευνητικής και βιομηχανικής-τεχνολογικής πολιτικής.

β. Οι Απαντήσεις: «Ποιά Ευρώπη θέλουμε;»

5. Οι απαντήσεις στις προκλήσεις αυτές παραπέμπουν ουσιαστικά στον προσδιορισμό του προτύπου, στο ερώτημα «τί είδους Ευρωπαϊκή ΄Ενωση» θέλουμε για τον εικοστό-πρώτο αιώνα. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να έχουμε πολιτικό όραμα και προοπτική για το μέλλον της Ευρώπης. Η απάντηση της Ελλάδος στο εν λόγω ερώτημα είναι σαφής: θέλουμε μία Ευρωπαϊκή ΄Ενωση που θα αναπτύσσεται προς την κατεύθυνση της βαθύτερης ενοποίησης με δημοκρατικά δομημένους και νομιμοποιημένους θεσμούς που θα εγγυώνται τη θεσμική ισότητα όλων των χωρών-μελών, με κοινές πολιτικές, δράσεις και επαρκή οικονομικά μέσα που θα συμβάλλουν στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, που θα οδηγούν σε μία «Ευρώπη των πολιτών, της ανάπτυξης και δημοκρατίας», σε μία Ευρώπη Κοινότητας Δικαίου, ανοιχτή στον κόσμο και ικανή να προστατεύσει την ασφάλεια και ανεξαρτησία των χωρών-μελών και πολιτών της.

6. Η Ελλάς επιθυμεί ειδικότερα μία Ευρώπη με έντονη πολιτική και κοινωνική ταυτότητα που θα οικοδομείται στις αξίες της δημοκρατίας, του σεβασμού των εθνικών ταυτοτήτων, των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων, της αλληλεγγύης, της συνοχής και ανεκτικότητας. Συνεπώς, η προώθηση της Πολιτικής ΄Ενωσης, συνοψίζει την απάντηση στις προκλήσεις και στην κρίση που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Για την Ελλάδα, η Πολιτική ΄Ενωση συνιστά στόχο που έχει συνολικό και καθολικό χαρακτήρα και περιλαμβάνει τόσο την ανάπτυξη και προσαρμογή των θεσμών όσο και των κοινών πολιτικών και μέσων της ΕΕ. Η προικοδότηση της ΄Ενωσης με τα επαρκή μέσα, πόρους και πολιτικές συνιστά προϋπόθεση για την επιτυχή υλοποίηση του εγχειρήματος της νέας διεύρυνσης. Η νέα διεύρυνση δεν θα προσφέρει τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη που προσδοκούν οι υποψήφιες για ένταξη χώρες εάν, με την υλοποίησή της, αλλοιωθούν τμήματα «του κοινοτικού κεκτημένου» και των πολιτικών της ΕΕ ή καταστεί αναποτελεσματική η διαδικασία λήψης αποφάσεων και διαμόρφωσης πολιτικής.

Η προς ανατολάς διεύρυνση θα διευκολυνθεί, κατά συνέπεια, τόσο από την πρόοδο των ίδιων των υποψηφίων χωρών, όσο και από την έγκαιρη αύξηση των ίδιων πόρων της ΕΕ λόγω των αυξημένων δημοσιοοικονομικών υποχρεώσεων έναντι των χωρών ΚΑΕ. Το ίδιο ισχύει και για την αναμόρφωση βασικών πολιτικών της Ενωσης, όπως της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, που κυριαρχείται από τη λογική της εξοικονόμησης πόρων πέρα από τις προσαρμογές που επιβάλλει το νέο καθεστώς του Π.Ο.Ε.

Η Κοινή Αγροτική Πολιτική πρέπει να εξακολουθήσει να υπακούει σε ορισμένες θεμελιώδεις αρχές, όπως, ενότητα και οργάνωση των αγορών, αναγνώριση του πολυδιάστατου ρόλου των αγροτών, καθορισμός των τιμών και προσδιορισμός των συνοδευτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης συστήματος άμεσων εισοδηματικών ενισχύσεων που στοχεύουν στο να διασφαλίσουν στους αγρότες επαρκές εισόδημα.

7. Η αναθεώρηση της Συνθήκης στα πλαίσια της Διακυβερνητικής Διάσκεψης προσφέρει την ευκαιρία για μία συνολική απάντηση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΄Ενωση. Ο περιορισμός της σχεδιαζομένης αναθεωρητικής διαδικασίας απλώς στις θεσμικές πτυχές του προβλήματος θα αποτελούσε σφάλμα. Αυτό που χρειάζεται είναι η εκδήλωση θαρραλέας πολιτικής βούλησης για την προετοιμασία της ΄Ενωσης προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση, να αποδεχθεί τα νέα μέλη και να περάσει με εμπιστοσύνη και δυναμισμό στον εικοστό-πρώτο αιώνα, καθιστώντας το πρότυπο της κοινοτικής ενοποίησης «μη - αναστρέψιμο».

8. Συνοπτικά, η πρόταση της Ελλάδος στη Διακυβερνητική Διάσκεψη αποκρυσταλλώνεται στους ακόλουθους τέσσερις κύριους στόχους/άξονες:

(i). ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης προς ένα σχήμα βαθύτερου ενοποιητικού περιεχομένου με βάση τις αρχές της δημοκρατίας, αλληλεγγύης, συνοχής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ανάπτυξη «της Ευρώπης των πολιτών και του κοινωνικού χώρου» μέσω πολιτικών, δράσεων, μέσων και πόρων για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων, και ιδιαίτερα αυτών της ανεργίας και της οικονομικής συνοχής καθώς και της πραγματικής σύγκλισης.

(ii). ανάπτυξη του θεσμικού συστήματος της ΄Ενωσης προκειμένου να καταστεί περισσότερο δημοκρατικό σ΄ όλα τα επίπεδα, αλλά και αποτελεσματικό στη λήψη αποφάσεων βάσει των αρχών της θεσμικής ισότητας όλων των κρατών μελών, της θεσμικής ενότητας, χωρίς «θεσμικές διακρίσεις» ή διαφοροποιήσεις, και της θεσμικής ισορροπίας.

(iii). εφοδιασμό της ΄Ενωσης με αποτελεσματική κοινή εξωτερική πολιτική, πολιτική ασφάλειας και τελικά κοινής άμυνας, ικανής να προστατεύσει την ανεξαρτησία, την ασφάλεια, τα κοινά σύνορα και την εδαφική ανεξαρτησία της ΄Ενωσης και των χωρών-μελών της και να συμβάλει ενεργά στη διατήρηση της ειρήνης και σταθερότητας, της επίλυσης συγκρούσεων και διαχείρισης κρίσεων.

(iv). διασφάλιση των θεσμικών, πολιτικών και οικονομικών προϋποθέσεων για την επιτυχή διεύρυνση της ΕΕ με την Κύπρο, Μάλτα και τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.


  Επόμενο         Περιεχόμενα