Γ` ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ Σ.Α.Ε.

Θεσσαλονίκη, 05 Δεκεμβρίου 1999


Χαιρετισμός του Υπουργού Εξωτερικών
 

Χαιρετίζω τις εργασίες της τρίτης Παγκόσμιας Διάσκεψης του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, χαιρετίζω την παρουσία των εκπροσώπων της Ελληνικής διασποράς, που απ' όλες τις γωνιές της γης βρίσκεσθε εδώ στη Θεσσαλονίκη για να συζητήσετε και να πάρετε αποφάσεις για το ρόλο και το μέλλον του απόδημου Ελληνισμού στις προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά μας στο τέλος του 20ου αιώνα και στην προοπτική μιάς νέας εποχής.

Προκλήσεις στις οποίες πρέπει να απαντήσουμε με φαντασία, χρησιμοποιώντας καινούργια γλώσσα και καινούργιες προσεγγίσεις με στόχο την ενδυνάμωση της διεθνούς θέσης της Ελλάδος, της φωνής της στον κόσμο, αλλά και την ενίσχυση της παρουσίας των Ελλήνων Ομογενών στις κοινωνίες που ζουν, εργάζονται και ευημερούν.

Οι σχέσεις της Ελλάδας - Πατρίδας με το απόδημο κομμάτι  της, είναι και θα πρέπει να παραμένει μία σχέση διαλεκτικής αλληλοτροφοδότησης. Είσαστε το "άλλο μισό" του Ελληνισμού, η "μισή μας καρδιά" βρίσκεται σε εσάς, αφουγκράζεται τις αγωνίες σας, χαίρεται με τις επιτυχίες σας.

Αυτή την ιστορική σχέση, που στις σημερινές συνθήκες, γίνεται ανάγκη επιβίωσης και ανάδειξης του ευρύτερου Ελληνισμού πρέπει να τη διαφυλάξουμε, να της δώσουμε νέες προοπτικές, να την εμβαθύνουμε μέσα από τους θεσμούς που έχουμε δημιουργήσει.
Η θεσμική οργάνωση του Απόδημου Ελληνισμού αποτέλεσε μία από τις βασικές προτεραιότητες της πολιτικής μας. Συμβάλαμε στη δημιουργία και στην επιτυχή πορεία του Σ.Α.Ε. Παράλληλα αναπτύξαμε την πολιτική μας, ως Υπουργείο Εξωτερικών, μέσα από προγράμματα και δράσεις σε τομείς  όπως Νεολαία, Παιδεία, Πολιτισμός, Ομογενειακές Οργανώσεις, μη οργανωμένοι Έλληνες της διασποράς, Έλληνες σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, παλιννοστούντες, Ομογενειακά Μέσα Ενημέρωσης.

Η σύγκληση εδώ στη Θεσσαλονίκη, της τρίτης Παγκόσμιας Συνέλευσης του Ελληνισμού, 4 ολόκληρα χρόνια μετά την ιδρυτική Συνέλευση, τον Δεκέμβριο του 1995, δείχνει ότι το αίτημα για την οργανωμένη συγκρότηση των αποδήμων ήταν ώριμο να πάρει μορφή και θεσμική υπόσταση, να απαντήσει σε υπαρκτές ανάγκες. Ο χρόνος που διέρρευσε και ο πρώτος απολογισμός δείχνουν επίσης ότι  η προσπάθεια αυτή δεν είχε μόνον οργανωτικό χαρακτήρα, αλλά και ουσιαστικό.

Το ΣΑΕ δεν βοήθησε μόνον στο συντονισμό της διάσπαρτης και κατακερματισμένης δύναμης του Απόδημου Ελληνισμού, αλλά αποτέλεσε, με το έργο που πρόσφερε και συνεχίζει να προσφέρει, - η περίπτωση της δραστηριοποίησής του στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είναι χαρακτηριστική, - ένα από τα βασικά εργαλεία προώθησης της εικόνας της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Ο απολογισμός είναι θετικός και τον χαιρετίζουμε. Μας βοηθά όμως να διορθώσουμε και λάθη, να προχωρήσουμε σε νέες μορφές δράσεων, να καλύψουμε καινούργιες ανάγκες.

Πρέπει να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να διευρύνουμε την συγκρότηση και εκπροσώπηση των θεσμικών οργάνων και πρώτα από όλα του ίδιου του ΣΑΕ.

Ο Απόδημος Ελληνισμός έχει τεράστιες δυνάμεις από τις οποίες πρέπει να τροφοδοτηθεί. Είναι οι νέοι, οι γυναίκες, οι επιχειρηματίες ,οι επιστήμονες , οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Σε αυτό το ζωντανό κομμάτι του Ελληνισμού πρέπει να δοθεί η δυνατότητα να συμμετάσχει, να εκφρασθεί, να δραστηριοποιηθεί. Είναι οι δυνάμεις εκείνες στις οποίες προσβλέπουμε για το κοινό μας μέλλον στον 21ο αιώνα. Είναι οι δυνάμεις της συλλογικής μας ανανέωσης. Και χαίρομαι ιδιαίτερα που διαπιστώνω ότι σήμερα βρίσκονται ανάμεσά μας άξιοι εκπρόσωποί τους.

Η εμπειρία (κυβερνητική και κομματική) σε θέματα απόδημου Ελληνισμού μου ενισχύει καθημερινά την πεποίθηση ότι μόνον ένα ενωμένο και δημοκρατικά οργανωμένο κίνημα του απόδημου Ελληνισμού, χωρίς εσωτερικές αντιπαραθέσεις, μπορεί να αποτελέσει το αποτελεσματικό εργαλείο για την προώθηση των στόχων του ευρύτερου Ελληνισμού. Γύρω από αυτούς τους στόχους πρέπει να συγκεντρώσουμε ενωμένοι τις δυνάμεις μας. Σε αυτή την προσπάθεια κανείς δεν περισσεύει.

Η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σε όλα αυτά τα χρόνια της εξουσίας εργάσθηκε και συνέβαλε καθοριστικά στην ενίσχυση της φωνής των απόδημων, των δεσμών τους με την Ελλάδα.

Γνωρίζουμε τη σημασία που έχει για τα εθνικά μας συμφέροντα η άσκηση μιάς αποτελεσματικής "διπλωματίας του απόδημου και δια του απόδημου Ελληνισμού". Γνωρίζουμε τη δύναμη της διασποράς (Είμαι και εγώ σ' ένα μεγάλο  βαθμό Έλληνας της διασποράς) για την προώθηση των εθνικών μας θεμάτων, αλλά και ως γέφυρας φιλίας, συνεργασίας και ανάπτυξης των δεσμών με τις χώρες όπου διαμένει.

Αυτή την πολιτική συνεχίζουμε και προωθούμε στο Υπουργείο Εξωτερικών συλλογικά, αλλά θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνω την προσπάθεια που έχει καταβάλει και το έργο που έχει παράγει ο Υφυπουργός Εξωτερικών, ο φίλος και σύντροφος Γρηγόρης Νιώτης.

Η συνάντηση σας στο πλαίσιο της τρίτης Παγκόσμιας Διάσκεψης του ΣΑΕ, αποκτά και έναν έντονο συμβολικό χαρακτήρα.
Πριν λίγο καιρό η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε σε Κέντρο για την ανασυγκρότηση των Βαλκανίων αλλά και σε Κέντρο για το σύμφωνο σταθερότητας στη Ν.Α. Ευρώπη.

Η επιλογή της Θεσσαλονίκης, έρχεται ως αναγνώριση μιάς πολιτικής που ακολουθούμε και μιάς προσπάθειας που καταβάλουμε στα εξωτερικά  θέματα για την ανάδειξη αρχών και θέσεων που υπερασπιστήκαμε καθόλη τη διάρκεια της κρίσης στο Κόσοβο και στη Γιουγκοσλαβία. Αποτελεί όμως ταυτόχρονα αναγνώριση της ισχυρής πολιτικής, οικονομικής και ανθρωπιστικής παρουσίας της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ν.Α Ευρώπης. Η Ελλάδα με τους δημοκρατικούς της θεσμούς, το επίπεδο οικονομικής της ανάπτυξης, την ισότιμη συμμετοχή της σε οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ, αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στα Βαλκάνια.

Σε αυτό τον ρόλο πρέπει να δώσουμε ουσιαστικό περιεχόμενο και προοπτική. Ο στρατηγικός μας στόχος είναι η διασφάλιση της ειρήνης, της περιφερειακής ασφάλειας και συνεργασίας, της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας, μέσα από το σεβασμό των αρχών του απαραβίαστου των συνόρων, της εδαφικής ακεραιότητας και της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις, της καλής γειτονίας, του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Η ιστορία των Βαλκανίων έχει σημαδευτεί από τους πολέμους και την υπανάπτυξη. Το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας επιβάλλει να εργασθούμε, θα μου επιτρέψετε να πω, για την "αποβαλκανιοποίηση" των Βαλκανίων. Στα Βαλκάνια πρέπει να διαμορφωθούν σταθερές συνθήκες ειρήνης, αλλά και να προβληθεί ένα νέο μοντέλο δημοκρατικής οργάνωσης των κρατών και των κοινωνιών με στόχο την ενσωμάτωσή τους στις Ευρωπαϊκές δομές. Αυτό κατά τη γνώμη μας είναι το στρατηγικό στοίχημα για την νέα περίοδο που διανοίγεται μπροστά μας.

Τα κράτη των Βαλκανίων έχουν ανάγκη από νέους θεσμούς οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας, από βαθιές μεταρρυθμίσεις, από υποδομές, ώστε να ξεριζωθεί ο " ιστορικός ατταβισμός" των συγκρούσεων και του εθνικισμού. Τα Βαλκάνια δεν είναι ντετερμινιστικά καταδικασμένα. Έχουν μέλλον, έχουν ευρωπαϊκή προοπτική. Αυτή την πρόκληση έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα και η εξωτερική πολιτική της χώρας μας.

Η απάντηση σε αυτή την πρόκλησης πρέπει να στηριχθεί στο στέρεο  έδαφος μιάς συνολικής προσέγγισης με σταθερές αρχές και στόχους, χωρίς κραυγές και εσωστρέφεια, χωρίς την ανασφάλεια και τις εξάρσεις εθνικισμού του πρόσφατου παρελθόντος.
Αυτή την πολιτική αρχών ασκούμε στην εξωτερική μας  πολιτική και είναι αυτή που μας έχει προσδώσει αξιοπιστία στο εξωτερικό και ένα νέο ρόλο στην περιοχή.

Πήραμε πρωτοβουλίες, κατά την κρίση στο Κοσσυφοπέδιο, στο πλαίσιο της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, για την ειρήνη και την αντιμετώπιση του ανθρωπιστικού προβλήματος. Με κέντρο τη Θεσσαλονίκη και σε συνεργασία με τους εταίρους μας μπορούμε και πρέπει να αναλάβουμε και νέες πρωτοβουλίες για τη δημοκρατική και οικονομική ανασυγκρότηση της περιοχής.
Οι Έλληνες της διασποράς (επιστήμονες, επιχειρηματίες) θα πρέπει να συμμετάσχουν σε αυτή την προσπάθεια.
Παράλληλα η Θεσσαλονίκη μπορεί να αναδειχθεί το θεσμικό και επιχειρησιακό κέντρο για τον απόδημο Ελληνισμό που ζει και δραστηριοποιείται στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής στη βάση ενός συνολικού πλαισίου αρχών για την ευρύτερη περιοχή της Ν.Α.Ευρώπης διευκόλυνε την ανάληψη πρωτοβουλιών της χώρας μας για την αποκλιμάκωση της έντασης και τη βελτίωση του κλίματος στις σχέσεις μας με την Τουρκία.

Σήμερα μπορώ να πω ότι με την προώθηση του διαλόγου σε σειρά ζητημάτων, που παρόλο ότι χαρακτηρίσθηκαν " χαμηλής πολιτικής" είναι ιδιαίτερης σημασίας για την ανάπτυξη της διμερούς  συνεργασίας, το κλίμα στις σχέσεις μας έχει βελτιωθεί, έχει αποκατασταθεί σε σημαντικό βαθμό η αμοιβαία εμπιστοσύνη και έχει αμβλυνθεί η καχυποψία. Σε αυτά ήλθε να προστεθεί και η μεγάλη κινητοποίηση των δύο λαών κατά τους πρόσφατους σεισμούς που εκδηλώθηκε με πράξεις αλληλεγγύης και συμπαράστασης, πρωτόγνωρες.

Η κινητοποίηση αυτή έστειλε μηνύματα προς τις πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών, που θα πρέπει να αξιοποιηθούν στην κατεύθυνση της οριστικής υπέρβασης της έντασης και της διαμόρφωσης ενός νέου κλίματος στις σχέσεις των δύο χωρών, που θα συμβάλει στη σταθερότητα και την ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής.

Η βελτίωση του κλίματος δεν σημαίνει ωστόσο ότι έχουν εξαλειφθεί τα προβλήματα στις σχέσεις μας με την Τουρκία.
Η εμμονή μας όμως σε μία πολιτική αρχών που εμπνέεται και καθοδηγείται από το Διεθνές Δίκαιο, η ενίσχυση της αξιοπιστίας μας στη διεθνή σκηνή και η εγκατάλειψη των αμυντικών αντανακλαστικών υπέρ της ανάληψης επιθετικών πρωτοβουλιών, έχει αναγκάσει την Τουρκία να "βγει" από το πεδίο της σύγκρουσης, όπου πιστεύει ότι έχει πλεονέκτημα, και να αναζητήσει νέες μορφές διαλόγου και συνεργασίας με την Ελλάδα.

Βρισκόμαστε μόλις λίγες ημέρες πριν από τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, όπου αναμένεται να ληφθούν σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της διεύρυνσης, την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και την ενταξιακή πορεία της Κύπρου.
Η Ελλάδα έχει υποστηρίξει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, ακόμα και την περίοδο εκείνη που οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν ουσιαστικά παγωμένες. Άποψη μας ήταν και είναι    ότι η ανάπτυξη των σχέσεων της Ευρ. Ένωσης με την Τουρκία μπορεί να συμβάλει στον δημοκρατικό και οικονομικό της εκσυγχρονισμό, προς όφελος της ειρήνης και της συνεργασίας στην περιοχή.
Έχουμε  κάθε συμφέρον να εργασθούμε προς την κατεύθυνση αυτή και να την διευκολύνουμε, αξιοποιώντας όλα τα πλεονεκτήματα που μας παρέχει η ιδιότητά μας ως Κράτος - Μέλος της Ευρ. Ένωσης.

Η αναβάθμιση των σχέσεων της Ε.Ε. με την Τουρκία συνδέεται, στη φάση αυτή, με την ανάδειξή της σε υποψήφια για ένταξη. Είναι μία προοπτική που την υποστηρίζουμε, έχοντας ταυτόχρονα διαμορφώσει το πλαίσιο διαπραγματευτικών αρχών και όρων, από την ικανοποίηση των οποίων θα εξαρτηθεί και η  τελική μας στάση στο Ελσίνκι.

Η υποψηφιότητα της Τουρκίας συνδέεται με τη διαμόρφωση ενός δεσμευτικού πλαισίου όρων, μέσα στο οποίο θα πρέπει να ενταχθούν τα πολιτικά και οικονομικά κριτήρια της Κοπεγχάγης, η αποδοχή της γενικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, αλλά και τα θέματα που σχετίζονται με τη συμπεριφορά της Τουρκίας στο Κυπριακό και στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ταυτόχρονα θα πρέπει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να επαναβεβαιώσει την απρόσκοπτη  ενταξιακή πορεία και την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας  στην Ευρ. Ένωση, εφόσον το πολιτικό πρόβλημα συνεχίζει να παραμένει άλυτο εξαιτίας της αδιαλλαξίας της Τουρκοκυπριακής πλευράς.

Επιθυμούμε και εργαζόμαστε για την ένταξη μιάς ενιαίας και δημοκρατικής  Κύπρου στην Ευρ. Ένωση. Η σύνδεση όμως της ένταξης με την προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος καθιστά ουσιαστικά την Κύπρο όμηρο των σχεδιασμών του Denktash. Αυτή η σύνδεση πρέπει να σπάσει, αν θέλει πραγματικά η διεθνής Κοινότητα να συμβάλει στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος, ιδιαίτερα μάλιστα τώρα που μια νέα προσπάθεια έχει ξεκινήσει στη Ν.Υόρκη, υπό την αιγίδα του Γεν. Γραμματέα του ΟΗΕ. Στηρίξαμε και στηρίζουμε τις προσπάθειες που καταβάλουν   ο Γ.Γ. του ΟΗΕ και η ομάδα των "8" για να προχωρήσουν οι συνομιλίες και να επιτευχθεί μία δίκαιη και βιώσιμη λύση, στη βάση των αποφάσεων του Σ.Α. του ΟΗΕ.

Το Κυπριακό, στο ενταξιακό και το πολιτικό του σκέλος, ευρίσκεται στο κέντρο της εξωτερικής μας πολιτικής.
Όπως η αναβάθμιση των Ευρωτουρκικών σχέσεων περνά από το Κυπριακό, έτσι και η πλήρης ομαλοποίηση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν θα είναι δυνατή, χωρίς την εποικοδομητική συμβολή της Τουρκίας στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος.
Σε συνεργασία με την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας συνεχίζουμε τη στρατηγική που διαμορφώσαμε το 1995.

Σε αυτή την κρίσιμη φάση της διαπραγματευτικής προσπάθειας της χώρας μας χρειάζεται να δείξουμε όλοι ρεαλισμό, ψυχραιμία και καλή γνώση των διεθνών και περιφερειακών  συσχετισμών. Ο στόχος είναι κοινός. Είναι η διασφάλιση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της Ελλάδας. Η Ελληνική Κυβέρνηση με επιμονή θα συνεχίσει τη διαπραγματευτική προσπάθεια με τους εταίρους της στην Ε.Ε., ώστε να καταλήξουμε σε κοινά αποδεκτές λύσεις στο Ελσίνκι. Οι Ευρωπαίοι εταίροι πιστεύω ότι έχουν κάθε συμφέρον να μην ακυρωθεί η προσπάθειά μας, που οδηγεί στην ενίσχυση της ασφάλειας και της συνεργασίας στη περιοχή της Ν.Α Ευρώπης. Η στάση τους στο Ελσίνκι θα το δείξει.