Εκλογές '96

ΣΥΝ
ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ

Β. ΚΥΠΡΙΑΚΟ

Διεθνής κινητικότητα. Αντίθεση στη "διπλή Ενωση". Αποδοχή λύσης στη βάση δικοινοτικής - διζωνικής Ομοσπονδίας.

Το Κυπριακό πρόβλημα βρίσκεται σε νέα κρίσιμη φάση για την εξέλιξή του. Σχεδιάζονται και προαναγγέλονται άμεσα ή έμμεσα πρωτοβουλίες για την προώθησή του. Οι πρωτοβουλίες αυτές θα πρέπει να κριθούν από το κατά πόσο προωθούν μία δίκαιη και βιώσιμη λύση σύμφωνα με τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και την προοπτική ένταξης της Κύπρου συνολικά σαν ισότιμου μέλους στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Από την πλευρά μας υποστηρίζουμε ενέργειες που βοηθούν να ξεπεραστεί το πολυετές αδιέξοδο και να προληφθούν οι συνέπειες της αποτελμάτωσης. Οσο περνά ο χρόνος κινδυνεύουν να παγιοποιηθούν τα αποτελέσματα της κατοχής. Αλλοιώνεται η δημογραφική σύνθεση της Κύπρου με την παράνομη εγκατάσταση στα κατεχόμενα Τούρκων εποίκων και τη μείωση του ποσοστού των Τουρκοκυπρίων έναντι αυτών, διατηρείται ο κίνδυνος διεθνούς αναγνώρισης του ψευδοκράτους και τα ενδεχόμενα διχοτόμησης ή απόσχισης. Για την πρόληψή τους είναι αναγκαία η συνεχής κινητοποίηση της διεθνούς κοινότητας, ώστε να διατηρείται το κυπριακό στις άμεσες προτεραιότητές της, μεταξύ των προβλημάτων που έχουν προκληθεί από τη χρήση βίας, τις στρατιωτικές εισβολές, τη κατοχή ξένων εδαφών και την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Ο ΣΥΝ είναι ριζικά αντίθετος με απόψεις κύκλων στην Ελλάδα και Κύπρο που υποστηρίζουν τη θεωρία της "μη λύσης". Αυτή θα οδηγούσε στη διαιώνιση της σημερινής απαράδεκτης κατάστασης. Απορρίπτουμε εξίσου κατηγορηματικά την ιδέα της "διπλής ένωσης", που καλλιεργείται από υπόπτων προθέσεων εθνικιστικούς και άλλους "πατριωτικούς" κύκλους, οι οποίοι στοχεύουν στην κατάργηση της ανεξαρτησίας και του σκοπού της ενότητας της Κύπρου, ευνοώντας έτσι, όπως και η προηγούμενη τάση, τη μονιμοποίηση της διχοτόμησης.

Από την πλευρά των Ηνωμένων Εθνών, το ψήφισμα 939 του Συμβουλίου Ασφαλείας (Ιούλιος 1994) αναφέρεται στα αίτια του αδιεξόδου των διακοινοτικών συνομιλιών και στις ευθύνες που ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ επιρρίπτει στην τουρκική πλευρά. Επαναλαμβάνει ότι η διατήρηση του σημερινού status quo είναι απαράδεκτη και καταγράφει τους ορισμούς ενός γενικού πλαισίου λύσης με βάση τη συγκρότηση ενιαίου κράτους στην Κύπρο, που θα διαθέτει μία και μοναδική κυραρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια, θα περιλαμβάνει δύο πολιτικά (θεσμικά) ισότιμες κοινότητες, στα πλαίσια μίας δικοινοτικής - διζωνικής ομοσπονδίας. Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο μιάς τέτοιας λύσης πρωταρχικής σημασίας ζήτημα αποτελεί η κατοχύρωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών και η αρχή της ισονομίας των πολιτών.

Επίσης δεν μπορούν να αγνοηθούν τα δικαιώματα των προφύγων και το ανθρωπιστικό ζήτημα της εξακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων. Οι απαράδεκτοι περιορισμοί στα δικαιώματα εκπαίδευσης και μετακίνησης των εγκλωβισμένων στα κατεχόμενα, καθώς και η συνεχιζόμενη καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στη Β. Κύπρο κάθε άλλο παρά βοηθούν στη διαμόρφωση του αναγκαίου κλίματος εμπιστοσύνης. Αντίθετα σε μιά τέτοια κατεύθυνση συμβάλλει θετικά η διαδικασία επαναπροσέγγισης ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων στην προοπτική της ειρηνικής συμβίωσης σε μιά ανεξάρτητη, ομοσπονδιακή Κύπρο.

Η προοπτική ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., να αξιοποιηθεί για την επίτευξη δίκαιης και βιώσιμης λύσης.

Ο ΟΗΕ παρέχει με τα ψηφίσματά του τους ευνοϊκούς για την Κύπρο ορισμούς λύσης του Κυπριακού σύμφωνα με το Δειθνές Δίκαιο, όπως και το διαπραγματευτικό πλαίσιο του διακοινοτικού διαλόγου, ο οποίος όμως θα είναι ατέρμονος, όσο απουσιάζει ένα καταλυτικό στοιχείο ικανό να διαμορφώσει νέες συνθήκες ικανές να οδηγήσουν σε αποδεκτή λύση. Σημαντικό εν προκειμένω ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, της οποίας η ξεκάθαρη αντιδιχοτομική προσέγγιση πρέπει συνεχώς να επιβεβαιώνεται, καθώς είναι βέβαιο, ότι όταν αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Κύπρου, η Ε.Ε. θα παρέμβει και σε μείζονες πολιτικές πτυχές του Κυπριακού τις οποίες ρητά εντοπίζει η "γνωμοδότηση" της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει υιοθετηθεί από το σύνολο των κρατών-μελών. Αυτές είναι, σύμφωνα με τις επίσημες διατυπώσεις της Ε.Ε., το απαράδεκτο του de facto διαχωρισμού της χώρας, η τουρκική στρατιωτική κατοχή μέρους του εδάφους της, η έλλειψη ασφάλειας και συνθηκών ευημερίας όπως και η κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο μιας συνταγματικής τάξης σύμφωνης με τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά πρότυπα που θα ισχύει στο σύνολο της Κύπρου.

Αυτά τα προβλήματα είναι φανερό, ότι δεν είναι δυνατόν πλέον να επιλυθούν μόνο μέσω του ΟΗΕ, αλλά μέσα στη φορά μιας δεύτερης παράλληλης διαπραγματευτικής διαδικασίας για την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε.

Η Ε.Ε. διακηρύσσει ότι θα διαπραγματευθεί την ένταξη με τη μόνη, διεθνώς αναγνωριζόμενη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία εκπροσωπεί έγκυρα το σύνολο της χώρας. Ταυτόχρονα υποδηλώνει ότι οι πολιτικές αρχές και οι κανόνες δικαίου που αποτελούν το θεμέλιο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα διαχέονται στους τομείς που αποτελούν τη συνταγματική πτυχή και τα κεφάλαια του Κυπριακού για τις πολιτικές ελευθερίας και την ασφάλεια.

Η απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών της Ε.Ε. της 6ης Μαρτίου 1995 μπορεί να αποδειχθεί σημαντική στην πορεία ανάκτησης της πραγματικής ανεξαρτησίας της Κύπρου. Η διακηρυγμένη προοπτική ένταξης του συνόλου της χώρας ευνοεί - και προϋποθέτει - τη δημιουργία συνθηκών ειρηνικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων, που θα αποτελέσουν τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία. Αυτό θα γίνει με την εφαρμογή ενός συστήματος κεντρικής διακυβέρνησης του νησιού συμβατού με την αναγκαιότητα αποτελεσματικής συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων από την Ε.Ε., όπου και η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα απολαμβάνει συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας, τις οποίες μόνο η Ε.Ε. μπορεί να ενισχύσει αποτελεσματικά. Μπορούμε ρεαλιστικά να προσβλέπουμε σε μια Κύπρο αποστρατικοποιημένη, όπου είναι φανερό, ότι η ιδέα εφαρμογής στρατιωτικών ή άλλων εγγυήσεων κατάλοιπων του αποικιακού συστηματος, θα είναι ασυμβίβαστη με τους όρους εφαρμογής της Συνθήκης του Μάαστριχτ σε κράτος-μέλος της Ενωσης.

Ο ΣΥΝ αντίθετος στο δόγμα του "ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας Κύπρου".

Η ελλαδική και κυπριακή εξωτερική πολιτική πρέπει να αναπτυχθούν σε νέα πεδία, έτσι ώστε να μετατεθεί η ουσία του Κυπριακού προβλήματος στο πολιτικό και θεσμικό πεδίο της Ε.Ε. Θα ήταν ασυγχώρητο λάθος να αποδυναμωθεί αυτή η προοπτική για να προωθηθεί το λεγόμενο δόγμα του "ενιαίου αμυντικού χώρου" Ελλάδας-Κύπρου, για το οποίο ο ΣΥΝ έχει εκφράσει την αντίθεσή του. Χωρίς κανείς να παραβλέπει τις ανάγκες και δυνατότητες άμυνας της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, αμφισβητείται σοβαρά η πρακτική αποτελεσματικότητα του "δόγματος", ακόμη και από τους ίδιους τους υποστηρικτές του, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη ελληνο-τουρκική κρίση. Η εφαρμογή του τείνει να προκαλέσει εξομοίωση της "πράσινης γραμμής" αντιπαράθεσης στην Κύπρο με την ελληνοτουρκική μεθόριο στον Εβρο. Να παγιοποιήσει τη διχοτόμηση. Να καταστήσει το Κυπριακό έδαφος πεδίο τριβής και ανάφλεξης ακόμα και για αιτίες που ενδεχόμενα θα αφορούσαν αποκλειστικά ελλαδο-τουρκικές διαφορές και όχι την ίδια την Κύπρο. Παγιδεύει την ελληνική πλευρά στην αδιέξοδη λογική της στρατιωτικής επιθετικότητας και κλιμάκωσης των εξοπλισμών που ακολουθεί η Τουρκία και αντιφάσκει με το διακηρυγμένο από την Κυπριακή Κυβέρνηση στόχο της αποστρατικοποίησης. Διακυβεύεται έτσι η επίτευξη του μείζονος πολιτικού στόχου της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε., κάτω από το βάρος των εντυπώσεων που προκαλεί το ενδεχόμενο της προαναγγελόμενης από το δόγμα ελληνο-τουρκικής σύρραξης στην περιοχή.

Οι υποστηρικτές του "ενιαίου αμυντικού δόγματος" προσκολλώνται σε μια αντίληψη στρατιωτικής κατά κύριο λόγο αντίδρασης. Αγνοούν ή υποβαθμίζουν την λογική μιας δυναμικής εξωτερικής πολιτικής η οποία έχει πολλές δυνατότητες να επιτύχει τους στόχους της αν απαλλαγεί από τα σύνδρομα μιας ανεύθυνης εθνικιστικής ρητορικής. Οι υποστηρικτές του δόγματος αυτού δημόσια επικαλούνται τη Συνθήκη Εγγύησης που περιλαμβάνεται στις Συμφωνίες της Ζυρίχης. Η επίκληση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη νομιμοποίηση της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας ως εγγύηση του τουρκικού πληθυσμού. Εξάλλου η Ελλάδα είναι αδιανόητο να θεμελιώνει την πολιτική της σε συμβατικά κατάλοιπα της αποικιοκρατίας, αντίθετα με τις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ, όπως είναι η Συνθήκη Εγγύησης που αντιβαίνει στην αρχή της κυρίαρχης ισότητας των κρατών αφού προβλέπει δικαίωμα μονομερούς επέμβασης τρίτης χώρας σε άλλο κυρίαρχο κράτος.

Το Κυπριακό είναι διεθνές πρόβλημα.

Το "ενιαίο αμυντικό δόγμα" καθώς και η αναχρονιστική ιδέα της "πανεθνικής διάσκεψης" επαναφέρουν την επικίνδυνη θεωρία του "εθνικού κέντρου", απειλούν να μετατρέψουν το Κυπριακό από διεθνές πρόβλημα σε διμερή ελλαδο-τουρκική διαφορά και να υποβαθμίσουν τη διεθνή προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το Κυπριακό πρέπει να ξαναπάρει τη θέση του ως πρώτο και κύριο θέμα στην ιεράρχηση των προβλημάτων της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, απ΄όπου είχε περιθωριοποιηθεί λόγω των βαλκανικών αδιέξοδων περιπλανήσεών της. Η διαπλοκή του με τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις δεν πρέπει να εμποδίζει την εξομάλυνση των σχέσεων αυτών. Διότι η εξομάλυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει σε μια δίκαιη, σταθερή και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Το πρόβλημα της Κύπρου και των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι δυνατό να ακολουθήσουν μια παράλληλη πορεία προς τη λύση τους, χωρίς η επίλυση του ενός να γίνεται αναγκαστική προϋπόθεση για την επίλυση του άλλου.

Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων