Εκλογές '96

ΣΥΝ
ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ

Δ. ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Γενικό πλαίσιο. Ανάγκη στροφής και νέας στρατηγικής.

Η ελληνική πολιτική έναντι της Τουρκίας βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και συνδέεται στενά με τη γενικότερη βαλκανική και ευρωπαϊκή πολιτική της Ελλάδας. Οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας χαρακτηρίζονται από την ίδια αναλλοίωτη αναπαραγώμενη ένταση και αντιπαράθεση, που φορτίζεται από το βάρος μιάς ιστορικής αντιπαλότητας. Θα αποτελούσε ασφαλώς ανεπίτρεπτη αφέλεια τόσο η άγνοια της Ιστορίας, όσο και η παραγνώριση των αιτιών της συνέχισης της έντασης, που τροφοδοτείται από την επιδίωξη της Τουρκίας να διαδραματίσει έναν ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, από την ισχυρή θέση που κατέχει η Τουρκία στους Αμερικάνικους σχεδιασμούς για την ίδια περιοχή. Εξάλλου οι διεθνείς αναζητήσεις για σταθερότητα στην περιοχή με την εξασφάλιση πρόσβασης των μεγάλων βιομηχανικών χωρών στα αποθέματα πετρελαίου της Μαύρης Θάλασσας και την ανάσχεση του Ισλαμικού φονταμενταλισμού, συναντώνται με την επιδίωξη της Τουρκίας για αναβαθμισμένο ρόλο της στην περιοχή.

Ούτε όμως η Ιστορία, ούτε οι τουρκικές ευθύνες μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για την ελληνική πλευρά, που οφείλει να αναζητεί και να επιδιώκει διεξόδους, που θα βγάλουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από την επικίνδυνη και διαιωνιζόμενη ένταση και αντιπαράθεση. Η πραγματικότητα αυτή δεν αντιμετωπίζεται με την ενεργοποίηση του συνδρόμου του στείρου ιστορικισμού, ούτε με την πολιτική της ισχύος, την ένταση των εξοπλισμών, τη διαμόρφωση αξόνων και με σπασμωδική αναζήτηση συμμαχιών σε δυνητικούς εχθρούς της Τουρκίας.

Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι εφ΄όσον αποκλείεται η δυναμική, μη ειρηνική από την πλευρά της χώρας μας εκκαθάριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είναι επιτακτική και επείγουσα η ανάγκη επανεξέτασης και επαναπροσδιορισμού της ελληνικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Πραγματοποιώντας στροφή η ελληνική πολιτική πρέπει να κινηθεί με τόλμη και ευελιξία. Η Ελλάδα πρέπει να σχεδιάσει μιά συνολική στρατηγική που να στοχεύει στη διαμόρφωση ενός ευρύτερου πλαισίου που να υποχρεώνει την Τουρκία σε μιά ειρηνική πολιτική συνεργασίας και αποφυγής προκλήσεων. Στο τέλος μιάς μακράς διαδρομής, συνολικής αλλαγής κλίματος και εξομάλυνσης των σχέσεων των δύο χωρών, πρέπει να βρίσκεται η επιδίωξη για σύναψη ενός συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας.

Κεντρικοί στόχοι αυτής της στρατηγικής προτείνουμε να είναι:

    α) Η εδραίωση στη διεθνή κοινή γνώμη της εικόνας ότι η Ελλάδα είναι η δύναμη σταθερότητας, συνεργασίας και αναζήτησης συλλογικών λύσεων σε όλα τα προβλήματα της περιοχής.
    β) Η εμπλοκή της Τουρκίας σε όλα τα επίπεδα στις ευρωπαϊκές διαδικασίες παράλληλα με την ανάδειξη στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη των προβλημάτων εκδημοκρατισμού και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υπάρχουν στη γείτονα χώρα.
    γ) Η επιδίωξη της κατοχύρωσης των εθνικών συνόρων ως συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε συνδυασμό με την ρήτρα της αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση έμπρακτης αμφισβήτησης από εξωκοινοτική χώρα, ακόμα και συνδεδεμένη με την Ε.Ε.
    δ) Η συνεννόηση με το σύνολο των Βαλκανικών χωρών και των χωρών της παρευξείνιας ζώνης σε μεγάλα αναπτυξιακά προγράμματα τα οποία αφορούν και την ανάπτυξη της Τουρκίας και ενισχύουν το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και των ΗΠΑ και των άλλων μεγάλων δυνάμεων για την περιοχή.
    ε) Η προσεκτική και αποφασιστική προώθηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου με βάση το διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες και η προώθηση μορφών ελληνοτουρκικής συνεργασίας σε πεδία όπου δεν είναι δυνατόν να ανακύψουν διαφορές και η σταδιακή διαμόρφωση ενός πλέγματος σχέσεων ανάμεσα στις δύο κοινωνίες.
    στ) Τέλος, η εξασφάλιση και διατήρηση από ελληνικής πλευράς ενός υψηλού επιπέδου αποτρεπτικής ικανότητας σε στρατιωτικό επίπεδο.

Μέχρι σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική αντιμετώπιζε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τον τουρκικό επεκτατισμό με ένα παθητικό αμυντισμό, χωρίς πρωτοβουλίες - που αφήνονται συνήθως στην άλλη πλευρά - χωρίς ενδελεχή σχεδιασμό και μακροπρόθεσμη προοπτική. Ταλαντεύονταν συνεχώς ανάμεσα σε μιά φραστική διακηρυκτική ακαμψία -Η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να συζητήσει με την Τουρκία εκτός της υφαλοκρηπίδας- και σε ατυχείς, απροετοίμαστες προσπάθειες, ενός "εφ΄όλης της ύλης" διαλόγου τύπου Νταβός, πολλές φορές δε εναπόθεσε μάταιες ελπίδες σε θετική για τα ελληνικά συμφέροντα παρέμβαση του αμερικάνικου παράγοντα.

Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι, άμεση συνέπεια της συνειδητοποίησης της ανάγκης στροφής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι η αποδοχή δύο σταθερών που η υλοποίησή τους δεν είναι εύκολη, δεν εξαρτάται μόνο από τη χώρα μας, αλλά που χωρίς και τη δική της συμβολή δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν.

Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας

Συμφέρον της Ελλάδας είναι να ακολουθήσει η Τουρκία ευρωπαϊκή κατεύθυνση και να μην παραμένει καθυστερημένη χώρα της Ανατολής, επιρρεπής στον Ισλαμικό φονταμενταλισμό και την αποδοχή ενός ρόλου στη Μ.Ανατολή που τη θέλει υπό πλήρη Αμερικάνικο έλεγχο. Η προσέγγιση της Τουρκίας στην Ευρώπη - η ένταξή της στην ΕΕ στο ορατό μέλλον, έχει αποκλεισθεί - είναι δυνατό να δημιουργήσει νέους όρους για την εξοικείωση της Αγκυρας με κανόνες πολιτικής συμπεριφοράς που σήμερα της είναι ξένοι (σεβασμός ατομικών δικαιωμάτων και δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ελευθερία του Τύπου, αποχή του στρατού από την πολιτική ζωή), καθώς και για τη συμμόρφωσή της με τις αρχές του διεθνούς δικαίου στις σχέσεις της με τις γειτονικές της χώρες. Η ευρωπαϊκή κατεύθυνση της Τουρκίας μπορεί να συντελέσει μακροπρόθεσμα στην αποδυνάμωση της σημερινής επιβουλής της Αγκυρας κατά της χώρας μας. Υπό το πρίσμα αυτό, η Τελωνειακή Ενωση της Τουρκίας με την ΕΕ, ασχέτως "ανταλλαγμάτων", δεν συγκρούεται με τα μακροπρόθεσμα ελληνικά συμφέροντα.

Εξ΄άλλου η χώρα μας έχει συμφέρον να μετατεθεί το πρόβλημα από το πεδίο του τριγώνου Ουάσιγκτον-Αγκυρας-Αθήνας, στο πεδίο ενός πλέγματος διεθνών σχέσεων που είναι λιγότερο ευνοικό για την Τουρκία. Η αποτελεσματική υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας, είναι συνάρτηση της ικανότητας της να χρησιμοποιεί υπέρ των συμφερόντων αυτών την παρουσία της σ΄ένα πεδίο όπως η ΕΕ.

Η εκτίμηση αυτή δε στηρίζεται σε κανενός είδους "εξωραϊσμό" της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η συμμετοχή στην ΕΕ δεν εμποδίζει τους ισχυρότερους "εταίρους" να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τη διεύρυνση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής τους στην ευρύτερη περιοχή, καλύπτοντας συχνά την επιδίωξη των επιμέρους συμφερόντων τους με υποκριτικούς ισχυρισμούς. Αλλά η ΕΕ αποτελεί ένα θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο, το οποίο μπορεί να διευκολύνει την αλλαγή εσωτερικών συσχετισμών στη γειτονική χώρα προς όφελος των λαών της Τουρκίας - συμπεριλαμβανομένων και του Κουρδικού λαού - αλλαγή στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και του σεβασμού των αρχών του διεθνούς δικαίου.

Σε κάθε περίπτωση ευθύνη της Τουρκίας είναι να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις διατάξεις της ΔΑΣΕ και εμπεριέχονται στις αποφάσεις του Ευρωκοινοβουλίου και αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία, τα δικαιώματα του Κουρδικού λαού και βήματα για την επίλυση του Κυπριακού. Υποχρέωση δε της Ε.Ε. είναι να ασκήσει ουσιαστική και σταθερή πίεση προς αυτή την κατεύθυνση.

Μετά τα γεγονότα στην Ίμια, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε και πάλι στην απειλή χρήσης veto για τις χρηματοδοτήσεις της Τουρκίας στα πλαίσια της Τελωνειακής Ενωσης. Η αναγκαστική αυτή επιλογή, πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης για το συγκεκριμένο θέμα και να μην χρησιμεύσει για υποτροπή της εξωτερικής μας πολιτικής στην αρνητική πρακτική των veto, πράγμα που πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη όσον αφορά τους χειρισμούς στο πρόγραμμα MEDA. Μιά τακτική επιλογή δεν πρεπει να υπονομεύσει ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό στόχο, που η επίτευξή του θα επενεργήσει θετικά στις ελληνοτουρκικές σχέεις, κατά συνέπεια και στην ασφάλεια της χώρας μας. Ο κίνδυνος απομόνωσης της χώρας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και η δημιουργία τριβών με Μεσογειακές χώρες, δεν πρέπει να υποτιμηθούν.

Από την αντιπαράθεση στην προσέγγιση. Διάλογος. Τμηματική προσέγγιση. Συνυποσχετικό για Χάγη.

Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι θέση αρχής της χώρας μας, πρέπει να είναι ο διάλογος με τη γειτονική χώρα μέσα στο πλαίσιο των αρχών του διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών. Οι δυσκολίες είναι προφανείς και προσδιοριστικές ως προς τους ρυθμούς και το εύρος του διαλόγου, αλλά πρέπει να αντιστραφεί μιά παγιωμένη - με τη συνδρομή του εθνικιστικού τόξου - αντίληψη που ενοχοποιεί εξ αρχής ως ενδοτισμό, κάθε ιδέα διαλόγου. Ειρηνική επίλυση διαφορών σημαίνει διάλογος, διαβούλευση, διαπραγμάτευση. Ταυτόχρονα απαιτείται οριοθέτηση του διαλόγου (κατά συνέπεια συζήτηση για την ατζέντα),τμηματική και εξειδικευμένη προσέγγιση κατά τη διεξαγωγή του διαλόγου, προσέγγιση κατά κατηγορίες και κατά χρονικά στάδια των ζητημάτων που συγκροτούν την ελληνοτουρκική διένεξη.

Σ΄αυτά τα πλαίσια ο ΣΥΝ θεωρεί ότι η χώρα μας πρέπει να αξιοποιήσει την πρόταση για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, - και όχι άλλου τύπου Διαιτησίες που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπιθύμητες επιδιαιτησίες - με μαχητική διπλωματία, για την δίκαιη επίλυση των δύο ώριμων για διευθέτηση προβλημάτων (Υμια, υφαλοκρηπίδα). Θεωρούμε δε ότι αποτελεσματικότερη πιέση προς την Τουρκία θα αποτελέσει η εκδήλωση της βούλησης της χώρας μας να προσφύγει από κοινού με την Τουρκία, μετά την υπογραφή σχετικού συνυποσχετικού, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Μιά τέτοια πρωτοβουλία πέραν του προφανούς ωφέλους σε διεθνές επίπεδο, όπου θα αναγνωριστεί η κινητικότητα και ευελιξία της ελληνικής πολιτικής, καθιστά συμμέτοχη τη χώρα μας στον επακριβή προσδιορισμό των υπό συζήτηση στη Χάγη θεμάτων. Παράλληλα πρέπει να προωθηθεί η προσέγγιση σε ζητήματα που εξ΄αντικειμένου αποτελούν ή θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημεία επαφής ανάμεσα στις δύο πλευρές. Τέτοια ζητήματα είναι μορφές οικονομικής συνεργασίας όπως η Παρευξείνια Ζώνη, οδικά δίκτυα και τουρισμός, η πρόταση για αποκλιμάκωση των εξοπλισμών υπό διεθνείς εγγυήσεις, η από κοινού αντιμετώπιση του προβλήματος της λαθρομετανάστευσης, η συνεργασία στον μορφωτικό, πολιτιστικό και οικολογικό τομέα. Η βελτίωση με αυτή την τμηματική, και όχι εφ΄όλης της ύλης προσέγγιση του κλίματος, η δημιουργία προϋποθέσεων για να υπάρξει μιά σταθερή δυνατότητα επαφών ανάμεσα σε λαούς και κυβερνήσεις και η καλλιέργεια πνεύματος συνεργασίας και αμοιβαίας συνεννόησης, η διαμόρφωση τέλος, μετά από μιά δύσκολη πορεία, κλίματος φιλίας στο Αιγαίο, θα επιτρέψει εκλογικεύσεις των νομικών ρυθμίσεων που θα στηρίζονται όχι σε απειλές και φόβους, αλλά σε μιά ψύχραιμη εκτίμηση της γεωπολιτικής πραγματικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να αντιμετωπιστεί η άσκηση από την Ελλάδα του διεθνώς αναγνωρισμένου δικαιώματος επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια.

Οι νέες κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Τουρκία

Η κυβέρνηση Σημίτη, στις προγραμματικές της δηλώσεις, παρουσίασε ψήγματα μιάς διαφορετικής πιό σύγχρονης προσέγγισης στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η χρόνια απουσία όμως μιάς ολοκληρωμένης στρατηγικής, η εσωκομματική πίεση και κυρίως τα γεγονότα στην Υμια όπου εκδηλώθηκε έμπρακτη αμφισβήτηση της εδαφικής μας ακεραιότητας, άφησαν μετέωρες και αυτές τις δειλές αναζητήσεις. Για τα γεγονότα στην Υμια ο ΣΥΝ, σε αντίθεση με τις δυνάμεις της Δεξιάς αντιπολίτευσης, δεν ασκεί κριτική στην κυβέρνηση γιατί προχώρησε στην αναγκαία αποκλιμάκωση. Εστιάζει την κριτική του στο γεγονός ότι στην πρώτη φάση η Ελληνική κυβέρνηση αυτοπαγιδεύθηκε στη λογική της έντασης και απάντησε στην τουρκική πρόκληση με περαιτέρω κλιμάκωση.

Η αλλαγή κυβέρνησης στην Τουρκία συνέπεσε με μιά αλλαγή τόνου από τουρκικής πλευράς. Αν αυτή η εξέλιξη συνοδευτεί και με ουσιαστικά βήματα αλλαγής πολιτικής η Ελληνική κυβέρνηση πρέπει να απαντήσει αναλόγως. Τα προβλήματα συνοχής που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Γκιλμάζ και η αρνητική στάση δυνάμεων του Τουρκικού γραφειοκρατικού - πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου καθιστούν εύθραυστη και ευάλωτη αυτή την προσπάθεια. Σε κάθε περίπτωση η χώρα μας οφείλει με προσοχή να ενθαρρύνει και να αξιοποιήσει κάθε κίνηση λογικής που διαμορφώνει ένα πιό θετικό κλίμα.

Οι μειονότητες να γίνουν γέφυρα φιλίας

Οι συνθήκες διαβίωσης και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων είναι στοιχεία που επηρεάζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μειονότητες πρέπει να γίνονται όμηροι της εξωτερικής πολιτικής κάθε χώρας, πολιτική που αναμφισβήτητα προωθεί η Αγκυρα χρησιμοποιώντας και το Προξενείο. Αντί να χρησιμοποιούνται προς αντιπαράθεση, οι μειονότητες μπορούν να γίνουν γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο λαών.

Τα θετικά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας για την αποκατάσταση της ισονομίας και ισοπολιτείας της Μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης (τουρκογενείς, πομάκοι και αθίγγανοι) είναι αποσπασματικά και δεν εντάσσονται σε μιά συνολική πολιτική, ικανή να αντιστρέψει το δυσμενές κλίμα που υπάρχει στη μειονότητα. Πρέπει να επιτυχυνθούν. Να καταργηθούν οι εναπομείνασες διοικητικές και ουσιαστικές διακρίσεις σε βάρος των μειονοτικών συμπολιτών μας και στα πλαίσια αυτά να καταργηθεί το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας. Να τους δοθεί η δυνατότητα άσκησης όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις σύγχρονες διεθνείς συμβάσεις συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος του εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού, σύμφωνα με τις αρχές της ΔΑΣΕ. Να δοθεί η δυνατότητα ενεργού συμμετοχής της μειονότητας στις υποθέσεις που την αφορούν όπως εκπαίδευση, θρησκευτικές υποθέσεις-μουφτείες, διαχείριση βακουφίων. Να σταματήσουν οι υποθέσεις της μειονότητας να είναι αντικείμενο του Υπουργείου Εξωτερικών ή μυστικών υπηρεσιών. Η ανάπτυξη της Θράκης πρέπει να γίνει σε όφελος όλων των πολιτών της περιοχής χωρίς διακρίσεις και προκαταλήψεις.

Εξάλλου η Τουρκία οφείλει να προχωρήσει σε πλήρη άρση των διακρίσεων σε βάρος των Ελλήνων της Πόλης, της Ιμβρου και της Τενέδου. Οφείλει να αποκαταστήσει όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λωζάνης και τις σύγχρονες διεθνείς συμβάσεις για την εκεί ελληνική μειονότητα. Να δώσει τη δυνατότητα άσκησης των περιουσιακών δικαιωμάτων που στερούνται σήμερα, αξιοπρεπής και σύγχρονης εκπαίδευσης, ανεμπόδιστης άσκησης των θρησκευτικών της καθηκόντων, καλλιέργειας των ιδιαίτερων πολιτιστικών παραδόσεων της, ελεύθερης διαχείρισης των ιδρυμάτων της. Να δοθεί η δυνατότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να ασκήσει τον ευρύτερο διεθνή ρόλο του και στα πλαίσια αυτά να επαναλειτουργήσει η Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

O φαύλος κύκλος των εξοπλισμών

Oι υπέρογκες στρατιωτικές μας δαπάνες και η ανέλεγκτη κούρσα εξοπλισμών των δύο χωρών έχουν δημιουργήσει αδιέξοδο στις οικονομίες τους. Ιδιαίτερα για τη χώρα μας που πρέπει να αξιοποιήσει και τον τελευταίο πόρο της για να μπορέσει να προχωρήσει στην πορεία της ευρωπαϊκής σύγκλισης και ενοποίησης, τα δυσβάστακτα αυτά ποσά μπορούν να αποτελέσουν τη "θηλειά στο λαιμό" της οικονομίας της και να ακυρώσουν οριστικά τις ύστατες δυνατότητές της για ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό. Αλλά και για την εθνική μας ασφάλεια τα πραγματικά οφέλη αυτού του αέναου φαύλου κύκλου έχουν αρχίσει να αμφισβητούνται σοβαρά. Διότι, πρώτον, το κατεστημένο της Αγκυρας θα μπορεί πάντα να διαθέτει ποσά για να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά στην υπεροπλία του. Δεύτερον, διότι ενισχύεται ο ρόλος του τουρκικού στρατιωτικού συμπλέγματος, αλλά και συνεχίζεται η εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του τουρκικού λαού, δύο παράγοντες δηλ. όξυνσης και αστάθειας στην περιοχή. Για όλους αυτούς του λόγους ο ΣΥΝ υποστηρίζει μιά άλλη προσέγγιση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που θα επιτρέψει τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών.

Η "άλλη Τουρκία". Η Αριστερά και η διπλωματία των πολιτών.

Η Ελλάδα οφείλει να εκδηλώνει με αποτελεσματικό τρόπο την αλληλεγγύη της προς τις δυνάμεις της "άλλης Τουρκίας", που δεν υποστηρίζουν τον τουρκικό επεκτατισμό ή δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μαζί του: Ολο εκείνο το φάσμα, που περιλαμβάνει τους απλούς πολίτες που συμπεριφέρονται αδελφικά στους Ελληνες επισκέπτες της πόλης ή του χωριού τους, τους προοδευτικούς διανοούμενους, τους αγωνιστές των ατομικών δικαιωμάτων, τον Κουρδικό λαό, τους επιχειρηματίες και τους πολιτικούς που θέλουν την ανάπτυξη των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων με τη χώρα μας. Η αλληλεγγύη και ο διάλογος της Ελλάδας με τις δυνάμεις αυτές, η "διπλωματία των πολιτών", συντελεί στην αποδυνάμωση της επιβουλής του τουρκικού επεκτατισμού και συμβάλλει στην αλλαγή των εσωτερικών συσχετισμών στη γειτονική χώρα, εφ' όσον εντάσσεται σε συνεκτική, συνολική προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία και δεν τροφοδοτεί τον εθνικισμό και την αδιαλλαξία της μιας ή της άλλης πλευράς. Ετσι θα αναβιώσουν οι μνήμες και για τα στοιχεία που ενώνουν τους δύο λαούς. Θα γίνει αντιληπτό ότι σωβινιστικές ή επεκτατικές διαθέσεις και βλέψεις δεν χαρακτηρίζουν το σύνολο της κοινωνίας και της πολιτικής κάθε χώρας. Μόνο έτσι θα υπάρξει αλληλογνωριμία μεταξύ των ποικίλων δυνάμεων και ρευμάτων της κοινωνίας και πολιτών κάθε χώρας, πράγμα που είναι απαράβατος όρος και προϋπόθεση για μιά σταθερή πορεία ειρήνης και φιλίας.

Η Αριστερά και οι προοδευτικές δυνάμεις και των δύο χωρών πρέπει να αντιταχθούν στην ιδέα της αμοιβαίας εχθρότητας, των ασυμβίβαστων συμφερόντων και της αναγκαστικής προσφυγής στη ξένη προστασία και διατησία. Οφείλουν να προβάλουν ως διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση την προοπτική της συνεργασίας και της ειρήνης, που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία επίμοχθων προσπαθειών σ΄όλα τα επίπεδα.

Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων