Εις ανάμνησιν του τελευταίου εθνικού ποιητή Οδυσσέα Ελύτη

του Βλάση Βλασίδη

Στις 18 Μαρτίου του 1996 έφυγε από κοντά μας ο Οδυσσέας Ελύτης, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ευρωπαίους λογοτέχνες και ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Οδυσσέας Αλεπουδέλης. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1911 από γονείς που κατάγονταν από τη Λέσβο. Με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το 1924 κάνει την εμφάνισή του στη Γαλλία το κίνημα του υπερρεαλισμού και με ηγέτη τον Αντρέ Μπρετόν. Το κίνημα αυτό ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του Ελύτη. Το δέχτηκε και το υπηρέτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ομως ο Ελύτης δεν υπήρξε ποτέ ένας καθεαυτό υπερρεαλιστής. Ο ίδιος πίστευε ότι χρειαζόταν μια βουλητική παρέμβαση στον αυτοματισμό που θα τον οργάνωνε και θα τον κατεύθυνε από το ένα σημείο στο άλλο.

Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 ο Ελύτης επιστρατεύτηκε και πολέμησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Οι εμπειρίες από αυτόν τον πόλεμο σημάδευσαν για πάντα τη ζωή του.

Το 1979 ο Οδυσσέας Ελύτης, αυτός ο πνευματικός άνθρωπος που ήταν αφοσιωμένος αποκλειστικά στην ποίηση, τιμήθηκε με την ανώτερη τιμητική διάκριση στο χώρο της λογοτεχνίας, το βραβείο Νόμπελ, για το ποιητικό του έργο "Αξιον Εστί".

Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1935 με ποιήματα που δημοσίευσε στο λογοτεχνικό περιοδικό "Τα Νέα Γράμματα". Από τότε θα συνεχίσει να γράφει ποιήματα και δοκίμια και να μεταφράζει τα καλύτερα έργα της ξένης λογοτεχνίας.

Στα ποιήματά του διακρίνει κανείς μια βαθιά αίσθηση της ζωής, υγεία και σφρίγος που εξωτερικεύονται με την παράθεση συνεχών απροσδιόριστων εικόνων, συνειρμικά δεμένες μεταξύ τους. Ο λόγος είναι συναισθηματικά φορτισμένος.

Φυλλομετρώντας τη μεγάλη λογοτεχνική παραγωγή του θα πρέπει να σταθεί κανείς στις ποιητικές συλλογές "Προσανατολισμοί" (1940), "Ηλιος ο πρώτος" (1943), "Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" (1945), "Αξιον Εστί" (1959), "Εξι και μία τύψεις για τον ουρανό" (1960), "Το φωτόδενδρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά" (1971), "Ο ήλιος, ο ηλιάτορας" (1971), "Θάνατος και ανάσταση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου" (1971), "Το μονόγραμμα" (1972), "Τα ρώ του έρωτα" (1972), "Τα ετεροθαλή" (1974), "Μαρία Νεφέλη" (1978),
στα δοκίμια "Ο ζωγράφος Θεόφιλος" (1973), "Ανοιχτά χαρτιά" (1974), "Η μαγεία του Παπαδιαμάντη" (1976),
και στις μεταφράσεις. Το σημαντικότερο έργο του είναι η "Δεύτερη γραφή" (1976), στο οποίο περιέχονται έργα των Ρεμπώ, Ελιάρ, Ζουβ, Μαγιακόφσκι, κ.α. Μετέφρασε επίσης τον "Κύκλο με την κιμωλία" του Μπερτολντ Μπρέχτ, τη "Νεράιδα" του Ζιροντού και τις "Δούλες" του Ζαν Ζεναί.

Το Αξιον Εστί

Αποτελεί την πιο σημαντική ποιητική σύνθεση του Ελύτη. Κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1959. Στο έργο αυτό, ο ποιητής εκφράζει την αγωνία του τόπου στις σύγχρονες κρίσιμες στιγμές.

Το έργο είναι μια σύνθεση που αποτελείται από τρία μέρη: Η Γένεσις, Τα Πάθη, Το Δοξαστικόν. Η Γένεση είναι μια εισαγωγή όπου ο ποιητής ταυτίζει τη μοίρα του με εκείνη του υπόλοιπου Γένους. Τα Πάθη, που αποτελούνται από αναγνώσματα σε πεζό λόγο, ψαλμούς και άσματα, εκφράζουν τα πάθη του ελληνικού λαού μέχρι το τέλος της Κατοχής. Το Δοξαστικό είναι ένα όραμα γεμάτο αισιοδοξία για μια καλύτερη ζωή για την Ελλάδα και για όλη την ανθρωπότητα.

Το Αξιον Εστί είναι ένα έπος, δοσμένο όμως με τρόπο καθαρά λυρικό. Υμνεί, όπως και η Ακολουθία του Ακάθιστου Υμνου, τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο. Με το έργο του αυτό, ο Ελύτης αξιοποίησε όλη την παράδοση της ελληνικής γλώσσας, της λαικής, της λόγιας, αλλά και εκείνη της εκκλησιαστικής υμνογραφίας.

Το έργο μελοποιήθηκε υποδειγματικά από τον Μίκη Θεοδωράκη, που έφερε το δύσκολο ποίημα του Ελύτη πιο κοντά στον ελληνικό λαό κάνοντας πιο προσιτά κάποια από τα μηνύματα αυτού του τόσο σημαντικού έργου.