Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί κατά τη μοναρχία του Όθωνα

Την 1η Φεβρουαρίου του 1832 οι Μεγάλες Δυνάμεις όρισαν τον πρίγκηπα της Βαυαρίας Όθωνα ως ηγεμόνα της Ελλάδας, αποδεχόμενες ταυτόχρονα τους όρους του πατέρα του, βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας να μην τεθεί σε εφαρμογή το ετοιμαζόμενο στην Ελλάδα Σύνταγμα, αλλά η κυβέρνηση να είναι ισχυρή και μοναρχική και να έχει ο Όθωνας το δικαίωμα να παραχωρήσει Σύνταγμα, ανάλογα με την κρίση του.

Η βασιλεία του Όθωνα διήρκεσε μέχρι τις 12/24 Οκτωβρίου του 1862. Στην πρώτη περίοδο της βασιλείας του, 1833-1843, κυβέρνησε απολυταρχικά. Απόλυτη μοναρχία είναι το πολίτευμα, όπου τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία ασκεί ο βαισλιάς, ενώ στο όνομά του ασκείται και η δικαστική εξουσία. Είναι, σύμφωνα με τους θεωρητικούς της απολυταρχίας, "ελέω Θεού Βασιλεύς", δηλαδή βασιλιάς με τη θέληση του Θεού και δίνει λόγο μόνον στον Θεό.

Όμως η οικονομική κρίση που ταλάνιζε την Ελλάδα από το 1839, η δυσαρέσκεια των Ελλήνων από την μη παραχώρηση της Κρήτης στο ελληνικό κράτος και η φθορά του Όθωνα από τη μακρόχρονη άσκηση της εξουσίας ώθησαν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, το "αγγλικό", το "γαλλικό" και το "ρωσικό" να συντονίσουν το φθινόπωρο του 1842 τις ενέργειές τους για την παραχώρηση Συντάγματος. Τον Αύγουστο του 1843 μυήθηκε στη "συνομωσία", ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καλλέργης, επικεφαλής του ιππικού στην πρωτεύουσα.

Τελικά ο Καλλέργης οδήγησε τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 το ιππικό μπροστά στα ανάκτορα (στο κτίριο της σημερινής Βουλής) και απαίτησε την παραχώρηση Συντάγματος. Στον ίδιο χώρο έφθασαν και άλλοι στρατιωτικοί διοικητές, μυημένοι στο κίνημα, με τις μονάδες τους καθώς και πλήθος Αθηναίων. Ο Όθωνας αναγκάστηκε κάτω από την πίεση των πραγμάτων να αποδεχθεί την παραχώρηση Συντάγματος. Έτσι έληξε η περίοδος της απόλυτης μοναρχίας και άρχισε η νέα περίοδος της ιστορίας του ελληνικού κράτους, η περίοδος της συνταγματικής μοναρχίας.

Προκηρύχθηκαν εκλογές για την Εθνική Συνέλευση για την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου, οι οποίες όμως αναβλήθηκαν λόγω κακοκαιρίας και διεξήχθησαν μια εβδομάδα αργότερα λόγω κακοκαιρίας. Τελικά "Η της Γ' Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις" άρχισε τις εργασίες της στις 8 Νοεμβρίου του 1843 με πανηγυρική συνεδρίαση, στην οποία εκφώνησε λόγο και ο Όθωνας και διαλύθηκε στις 18 Μαρτίου 1844, αφού ανταποκρίθηκε στους λόγους για τους οποίους συγκλήθηκε.

Το Σύνταγμα, που αποτελούνταν στο σύνολό του από 107 άρθρα ψηφίστηκε από τους αντιπροσώπους του Έθνους στις 4 Μαρτίου 1844 και στις 18 του ίδιου μήνα ο Όθωνας έδωσε όρκο ότι θα τηρούσε το Σύνταγμα της χώρας.

Το Σύνταγμα του 1844 θέσπιζε το πολίτευμα της Συνταγματικής Μοναρχίας και καθρέφτιζε τον συμβιβασμό των επιδιώξεων των πολιτικών κομμάτων και των εξουσιών του βασιλιά. Τη νομοθετική εξουσία ασκούσε ο Βασιλιάς και τα δυο νομοθετικά σώματα, η Βουλή και η Γερουσία. Τα μέλη της Βουλής εκλέγονταν από τον λαό, αν και το δικαίωμα της ψήφου δεν παρέχονταν σε όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες. Η Γερουσία αποτελούνταν από ισόβια μέλη που διορίζονταν από τον βασιλιά. Η εκτελεστική εξουσία ανήκε στον βασιλιά και την ασκούσαν οι υπεύθυνοι Υπουργοί, που διορίζονταν από αυτόν. Η δικαιοσύνη απονέμονταν από δικαστές που επίσης διορίζονταν από τον βασιλιά. Τα παραπάνω συνιστούν και τα κύρια χαρακτηριστικά του πολιτεύματος της Συνταγματικής Μοναρχίας. Η περίοδος της Συνταγματικής Μοναρχίας στην Ελλάδα διήρκεσε μέχρι το 1864 οπότε και ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα.

Ο εκλογικός νόμος ψηφίστηκε στις 18 Μαρτίου 1844, την τελευταία ημέρα πριν τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης. Καθιέρωνε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων, που θα διεξάγονταν με άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία. Ως βουλευτές εκλέγονταν εκείνοι που είχαν πάρει την απόλυτη πλειοψηφία στην πρώτη εκλογή. Επαναληπτική ψηφοφορία προβλέπονταν για τις έδρες όπου κανείς υοποψήφιος δεν συγκέντρωνε απόλυτη πλειοψηφία. Εκλογική περιφέρεια θεωρούνταν η επαρχία που εξέλεγε τους βουλευτές ανάλογα με τον πληθυσμό της. Ο Εκλογικός Νόμος του 1844 ήταν ίσως το πιο προοδευτικό νομοθέτημα της εποχής του.

Η λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών δεν υπήρξε απρόσκοπτη για λόγους περισσότερο πολιτικούς παρά νομικούς. Ο Όθωνας άσκησε προσωπική πολιτική, μέσω του διορισμού "βασιλικών" κυβερνήσεων, δηλαδή κυβερνήσεων μειοψηφίας που δεν απολάμβαναν της εμπιστοσύνης της Βουλής. Οι κυβερνήσεις προκειμένου να μείνουν στην εξουσία έφθαναν στο σημείο να νοθεύουν και τα αποτελέσματα των εκλογών. Παράλληλα ο Όθωνας μετέβαλε επανειλημμένως τη σύνθεση της Γερουσίας προκειμένου να μην ασκεί πολιτική αντιπολίτευσης.

Η βασιλεία του Όθωνα καταλύθηκε την νύχτα της 10ης προς 11η Οκτωβρίου 1862, όταν οι αρχηγοί κινήματος που είχε εκδηλωθεί εναντίον του Όθωνα τις προηγούμενες ημέρες εξέδωσαν το ακόλουθο ψήφισμα:

Την επόμενη ημέρα ο Όθωνας παραιτήθηκε από τον ελληνικό θρόνο.

Στις αρχές του 1863 οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν ως νέο βασιλιά της Ελλάδας τον πρίγκηπα Γουλιέλμο-Γεώργιο Γλύξμπουργκ της Δανίας, ο οποίος έγινε αποδεκτός από τους Έλληνες στις 18 Μαρτίου του ίδιου έτους με ψήφισμα της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης των Ελλήνων ως "Γεώργιος Α', Βασιλεύς των Ελλήνων" ώστε να υπάγονται υπό το στέμμα του και οι Έλληνες που ζούσαν έξω από τα σύνορα του μικρού ελληνικού κράτους. Η ανάρρηση του Γεωργίου στον ελληνικό θρόνο επισφραγίστηκε με τριμερή συνθήκη που υπέγραψαν οι Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία την 1η Ιουλίου 1863 στο Λονδίνο. Συγκεκριμένα αναγνώριζαν την Ελλάδα ως κράτος μοναρχικό, ανεξάρτητο και συνταγματικό και συναινούσαν στην παραχώρηση των Ιονίων Νήσων στο ελληνικό κράτος.