Η παγίωση του Κοινοβουλευτισμού μετά τη δικτατορία

Το δικτατορικό καθεστώς κατέρρευσε τον Ιούλιο του 1974. Η κυβέρνηση "Εθνικής Ενότητος", που σχηματίσθηκε υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, προκήρυξε δημοψήφισμα για το πολιτειακό, οι άψογες συνθήκες διεξαγωγής του οποίου κατοχύρωσαν το αδιάβλητο της λαϊκής ετυμηγορίας. Ο Λαός αποφάνθηκε σε ποσοστό 70% υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας, ενώ οι εκλογές που είχαν προηγηθεί και διεξήχθησαν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, είχαν δώσει στη Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που μόλις είχε ιδρύσει ο Κ. Καραμανλής, άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Σύμφωνα με τη Συντακτική Πράξη της 3/4 Οκτωβρίου 1974, η αποκληθείσα Ε' Αναθεωρητική Βουλή έλαβε ως βάση του συντακτικού της έργου το Σχέδιο Συντάγματος που είχε εκπονήσει η Κυβέρνηση η οποία αναδείχθηκε από τις εκλογές της 17ης Νοεβρίου 1974. Στις σχετικές με τη Βουλή διατάξεις, το Σχέδιο είχε περιλάβει ορισμένες από τις ρυθμίσεις της πρότασης του 1963, τις οποίες τελικά υιοθέτησε και η Εθνική Αντιπροσωπεία.

Το ζήτημα ωστόσο που κυριάρχησε στις εργασίες της Αναθεωρητικής Βουλής ήταν οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, με πράξεις χωρις προσυπογραφή, στα καίρια θέματα διορισμού της κυβέρνησης και διάλυσης της Βουλής - εκείνες δηλαδή οι αρμοδιότητες, οι οποίες κατ' εξοχήν οριοθετούν την κατανομή της πολιτικής ισχύος ανάμεσα στον αρχηγό του Κράτους και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στο ζήτημα αυτό, η ιστορική μνήμη βάρυνε ιδιαίτερα στις εργασίες της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής, καθώς η χρήση αυτών ακριβώς των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων από το Στέμμα είχε προκαλέσει τις δύο μεγάλες κοινοβουλευτικές κρίσεις που σε διάστημα μισού αιώνα (1915 και 1965) είχε γνωρίσει ο τόπος. Τελικά, η διάσταση απόψεων μεταξύ κυβερνητικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης είχε ως συνέπεια το Σύνταγμα να μην ψηφισθεί από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.

Μολονότι το Σύνταγμα ψηφίσθηκε στο σύνολό του μόνο από την παράταξη της πλειοψηφίας και η διαφωνία με την αντιπολίτευση αφορούσε καίριους θεσμούς του κοινοβουλευτικού συστήματος, το πολίτευμα, από την πτώση της δικτατορίας και έπειτα, λειτούργησε κατά τρόπο αδιατάραχτο. Κατά την περίοδο 1975-1981, η ύπαρξη συμπαγούς πλειοψηφίας στη Βουλή σε συνδυασμό με τον κοινό πολιτικό προσανατολισμό Αρχηγού του Κράτους και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας επέτρεψαν την άνετη εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος.

Πολιτική εναλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας έγινε το 1981 χωρίς να τεθούν σε δοκιμασία οι συνταγματική θεσμοί. Η εφαρμογή του κοινοβουλευτισμού με κέντρο βάρους την κυβερνητική πλειοψηφία συνεχίσθηκε κατά τον ίδιο τρόπο ακόμη και κατά την περίοδο 1981-1985, όταν δηλαδή ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας πλειοψηφία διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού από αυτόν του Προέδρου της Δημοκρατίας. Έτσι, η συνταγματική αναθεώρηση του 1985-1986, καταργώντας τις περισσότερες ρυθμιστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, αποτύπωσε κατά βάση, μέσω ρητών διατάξεων, τη συνταγματική πρακτική της προηγούμενης δεκαετίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας η αναθεώρηση πραγματώθηκε σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του Συντάγματος, γεγονός το οποίο αποτελεί μία επί πλέον ένδειξη της ευρωστίας των κοινοβουλευτικών θεσμών στη χώρα μας μετά την πτώση της δικτατορίας.