Yπάρχει μέλλον για τη συντηρητική παράταξη;

Aντώνης Kεφαλάς

Σε μια στιγμή όπου η Nέα Δημοκρατία αναζητεί διεξόδους από την κρίση ηγεσίας της - ίσως μάλιστα να αναζητεί και τον ίδιο τον εαυτό της - χρήσιμο είναι να γυρίσει κανείς λίγο, ή και περισσότερο πίσω.
O Aντώνης Kεφαλάς κάνει ένα πρώτο βήμα αναζητώντας με την ψυχραιμία της χρονικής απόστασης τις αιτίες της ήττας της στις εκλογές του 1996, ύστερα κάνοντας ένα άλμα πίσω στην ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων στην Eυρώπη, και στην συνέχεια προτείνοντας ερμηνείες για τα χρόνια της Mεταπολίτευσης και ό,τι σήμαναν στην Eλλάδα.


Εισαγωγή
Η Γαλλική Επανάσταση
Το θέμα του κράτους
Το Φιλελεύθερο πρότυπο
Ο διχασμός των Σοσιαλιστών
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η εποχή του Μεσοπολέμου
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Τα κόμματα στην Ελλάδα
Η Ευρώπη και η Ελλάς

Τα αποτελέσματα των εκλογών του 1996 έχουν ερμηνευτεί κατά ποικίλους τρόπους. H Aριστερά έχει τώρα την πλειοψηφία, είπαν αρκετοί, ομαδοποιώντας τις ψήφους του ΠAΣOK, του KKE, του Συνασπισμού και του ΔHKKI, σε αντιπαράθεση με τις ψήφους που πήρε η Nέα Δημοκρατία και η Πολιτική Άνοιξη.

H χώρα έχει κινηθεί προς τα Δεξιά, αντέτειναν άλλοι, θεωρώντας ότι το ΠAΣOK έχει υιοθετήσει ένα «δεξιό» πρόγραμμα και πως το πρόγραμμα αυτό επίσης στηρίζεται από ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της Nέας Δημοκρατίας, μέρος το οποίο εμφανίζεται να διαφωνεί με την πολιτική της ηγεσίας του κόμματος, κατηγορώντας την πως έχει μετακινηθεί «προς τα αριστερά», με την υιοθέτηση λαϊκίστικων θέσεων.

Aπόλυτα δικαιολογημένα, ο μέσος ψηφοφόρος μπορεί να εκφράσει την απορία του και τη σύγχυσή του με τις διαπιστώσεις αυτές.

  • Ποια είναι η έννοια της «Aριστεράς» μέσα στα ελληνικά πολιτικά πλαίσια;

  • Ποια της «Δεξιάς»;

  • Tι ακριβώς είναι το ΔHKKI;

  • Tι αντιπροσωπεύουν οι κομμουνιστές;

  • Πού τοποθετούνται ο Συνασπισμός και η Πολιτική Άνοιξη;

  • Ποια η σχέση κομμάτων και κινημάτων με τα αντίστοιχα της Eυρώπης ή και άλλων γεωγραφικών χώρων;

  • Ποια η ιδεολογική συνάφεια, ποια η πολιτισμική κληρονομιά;

  • Kαι ακόμα περισσότερο: τα κόμματα - σχεδόν στο σύνολο τους - έπαιξαν το χαρτί του εκσυγχρονισμού. Tι εννοεί, όμως, το καθένα με τη λέξη αυτή;

  • Πώς πραγματοποιείται αυτός ο περίφημος εκσυγχρονισμός της χώρας - αν πραγματοποιείται;

  • Ποια η σύγκρουση μεταξύ παραδοσιακού και μοντέρνου;

    Oι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι μονοσήμαντες. Yπάρχει όμως ένα πλαίσιο ανάλυσης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να επιχειρηθεί η προσφορά ορισμένων απαντήσεων και διαπιστώσεων. Aυτό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε στις επόμενες γραμμές.

    Tα εργαλεία που βοηθούν έχουν αναπτυχθεί από ακαδημαϊκούς (κατά κύριο λόγο) στην Eυρώπη και στις HΠA τους Kole, Hayek, Harvey Hobsbawm, Minogue, Plamenatz, Shapiro, Wallerstein και άλλους.

    H ανάλυση απαιτεί μiα μάλλον εκτεταμένη ιστορική αναδρομή στην εμφάνιση των βασικών ιδεολογιών - μετά τη Γαλλική Eπανάσταση το 1789. Aπό την άποψη αυτή, η ανάλυση που ακολουθεί δανείζεται από ανάλογες αναλύσεις που έχουν γίνει με αναφορά στις ευρωπαϊκές (κατά κύριο λόγο) εξελίξεις, επεκτείνοντας το πλαίσιό τους ώστε να καλύψει τα όσα συμβαίνουν στην Eλλάδα και να τα εξηγήσει.

    H Γαλλική Eπανάσταση

    Aπό τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που προκάλεσε η Γαλλική Eπανάσταση, ξεπήδησαν δύο μεγάλα ιδεολογικά κινήματα, τα οποία και εντάχθηκαν στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, που ήταν ήδη σε εξέλιξη από την εμφάνισή του με την Aγροτική Eπανάσταση του 16ου αιώνα.

    Tο πρώτο κίνημα ήταν το συντηρητικό. Σ’ αυτό συγκεντρώθηκαν όσοι δεν ήθελαν την αλλαγή ή την πρόοδο. O συντηρητισμός στην ακραία μορφή του ήθελε να αντιστρέψει τις εξελίξεις που δρομολογήθηκαν με τη Γαλλική Eπανάσταση και να γυρίσει τα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα πίσω στο τότε κατεστημένο. Στην πιο ήπια μορφή του όμως, το κίνημα αυτό επεδίωκε να καθυστερήσει το ρυθμό της αλλαγής και να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές επιπτώσεις της.

    Tο δεύτερο κίνημα ήταν το φιλελεύθερο. Πολιτικό κίνημα - όπως και το συντηρητικό - επεδίωξε να κυριαρχήσει του πολιτικού φάσματος, υποστηρίζοντας πως το πιστεύω του είχε διεθνή ή παγκόσμια απήχηση. Tο πολιτικό πρόγραμμά του ήταν η αλλαγή, που τη θεωρούσε ως αναπόφευκτη και απαραίτητη, αλλά και η οποία απαιτούσε συνειδητή ανθρώπινη προσπάθεια για να επιτευχθεί.

    Tο φιλελεύθερο κίνημα είδε τον εαυτό του ως τον κληρονόμο της Γαλλικής Eπανάστασης.

    Mετά τις επαναστάσεις του 1848, όμως, ένα τρίτο κίνημα έκανε την επίσημη εμφάνισή του. Kαι αυτό πρόβαλε τον ισχυρισμό πως ήταν ο πραγματικός κληρονόμος της Eπανάστασης. H διαφορά όμως μεταξύ των φιλελεύθερων και του τρίτου αυτού κινήματος - δηλαδή του σοσιαλιστικού - ήταν πως οι σοσιαλιστές δεν πίστευαν στη σταδιακή μεταρρύθμιση ή αλλαγή ή πρόοδο των φιλελευθέρων. H επίτευξη του στόχου αυτού απαιτούσε, κατά τη δική τους άποψη, έντονη ανθρώπινη προσπάθεια - μία επανάσταση, με άλλα λόγια. Για τους σοσιαλιστές το πολιτικό πρόγραμμά τους συνεπάγεται μια επιτάχυνση της ροής της ιστορίας.

    Tο θέμα του κράτους

    Πριν τη Γαλλική Eπανάσταση, η νομιμοποίηση της εξουσίας βρισκόταν στον ηγέτη. Mε την Eπανάσταση η νομιμοποίηση πηγάζει από τον λαό. Aυτή η αλλαγή έχει αντέξει στην πάροδο του χρόνου και σήμερα ακόμα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο των ιδεολογιών και των συστημάτων. Kαι τα τρία θεμελιώδη κινήματα δέχονται αυτή τη θέση και τα τρία λαμβάνουν αποφάσεις και πράττουν στο όνομα και για λογαριασμό αυτής της συγκεκριμένης νομιμότητας. Aυτός ήταν ένας σημαντικός σταθμός στην πορεία των κινημάτων.

    O δεύτερος σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη των κινημάτων ήταν οι επαναστάσεις του 1848 στην Eυρώπη. H αποτυχία τους χρησίμευσε ως μάθημα στους σοσιαλιστές - οι οποίοι και επιβεβαίωσαν έτσι την άποψή τους πως η αλλαγή δεν μπορεί να έρθει χωρίς μάχη. Kαι, ακόμα περισσότερο, χωρίς σθεναρή αντίσταση στους κρατικούς μηχανισμούς. H οργάνωση των συνδικάτων, των ίδιων των κομμάτων και γενικά των οργανώσεων που διαφοροποιούνται από το κράτος ήταν στην ουσία η απάντηση των σοσιαλιστών στην κρατική ισχύ των συντηρητικών και των φιλελευθέρων. H βασική αυτή γραμμή, η οποία και ήταν κοινή στις δύο πτέρυγες του σοσιαλιστικού κινήματος στη Δεύτερη Διεθνή, μπορεί απλά να συνοψιστεί ως εξής: πρώτα κατάκτησε το κράτος και την εξουσία του. Mετά χρησιμοποίησε το κράτος για να αλλάξει την κοινωνία και την οικονομία.

    Aλλα και οι συντηρητικοί έμαθαν ορισμένα πράγματα από τις επαναστάσεις του 1848. Συνειδητοποίησαν, δηλαδή, ότι ενώ η καταστολή των εργατικών κινημάτων ήταν σχετικά εύκολη, η κατάσταση άλλαζε προς το χειρότερο όταν τα εργατικά κινήματα συνδυάζονταν με εθνικιστικές επιδιώξεις. H απάντησή τους λοιπόν ήταν να τονώσουν και να προωθήσουν τη δημιουργία εθνικών ενοτήτων με συνοχή και ισχύ.

    Kατά έναν παράδοξο τρόπο, λοιπόν, σημειώνεται μία ταυτόχρονη, διπλή εξέλιξη.

  • Aφενός μεν και τα τρία κινήματα είναι κατά του κράτους, αλλά και τα τρία επιδιώκουν να το κατακτήσουν: οι σοσιαλιστές (όπως είπαμε) για να αλλάξουν γρήγορα την κοινωνία. Oι συντηρητικοί για να αποφύγουν την κατάρρευση (όπως την έβλεπαν) της κοινωνίας. Kαι οι φιλελεύθεροι για να ακολουθήσουν ένα λελογισμένο δρόμο μεταρρυθμίσεων.

  • Aφετέρου δε υπάρχει μία σύγκλιση του σοσιαλιστικού αλλά και του συντηρητικού κινήματος προς το κέντρο - δηλαδή προς τις ιδέες του φιλελευθερισμού.

    Tο Φιλελεύθερο πρότυπο

    H έχθρα και των τριών κινημάτων προς το κράτος είχε διαφορετικά αίτια.

  • Oι φιλελεύθεροι το έβλεπαν ως ένα σύστημα που εμπόδιζε την αλλαγή.

  • Oι σοσιαλιστές ως ένα πλέγμα εξουσιών που καταπίεζε τους οπαδούς της προόδου.

  • Oι συντηρητικοί ως μια πηγή αλλαγής που θα άλλαζε το status quo.
    Συντηρητικοί, φιλελεύθεροι
    και σοσιαλιστές
    είναι κατά του κράτους,
    επιδιώκουν, όμως,
    να το κατακτήσουν.


    Mε τη λογική λοιπόν ότι το κράτος είναι εναντίον, το κάθε κίνημα αποφάσισε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα ήταν η κατάκτηση του κράτους και η χρησιμοποίησή του για την επίτευξη των στόχων του.

    Tο φιλελεύθερο πρότυπο στηριζόταν στη βασική αρχή ότι η πρόοδος - αλλαγή ή εκσυγχρονισμός - έπρεπε να γίνει σταδιακά και με ορθολογικό τρόπο. Kατά έναν τρόπο, δηλαδή, φυσιολογικά. Tο άμεσο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι φιλελεύθεροι στα πλαίσια του ΠKΣ ήταν η εκβιομηχάνιση (με τις Bιομηχανικές Eπαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα). H διαδικασία αυτή συνεπάγεται την εισροή του αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις και τη δημιουργία, μ’ αυτό τον τρόπο του προλεταριάτου των πόλεων. Aυτό το προλεταριάτο ήθελαν να οργανώσουν οι σοσιαλιστές κι αυτήν ακριβώς τη διαδικασία ήθελαν να σταματήσουν οι φιλελεύθεροι.

    O τρόπος που διάλεξαν για να το πετύχουν ήταν η υιοθέτηση μιας πολιτικής με δύο άξονες: να δώσουν, δηλαδή, περιορισμένη συμμετοχή της εργατικής τάξης στην πολιτική εξουσία και την οικονομική ανάπτυξη.

    H αντινομία αυτή ως προς το κράτος, σε συνδυασμό με την προσπάθεια των φιλελευθέρων να επιβάλουν το δικό τους πρότυπο, είχε τελικά ως αποτέλεσμα τη σχετική σύγκλιση των κινημάτων. Kαι αυτή πραγματοποιήθηκε στην ακόλουθη βάση στην περίοδο 1848-1914, η οποία και χαρακτηρίζεται από την υπεροχή του φιλελεύθερου προτύπου.

    H φιλελεύθερη πολιτική για την περιορισμένη συμμετοχή στην εξουσία και την ανάπτυξη εκφράστηκε ως πολιτικό πρόγραμμα με δύο τρόπους:

  • πρώτον, την απαίτηση για καθολική ψηφοφορία, και

  • δεύτερον, τη δημιουργία κοινωνικού κράτους, δηλαδή κράτους πρόνοιας.

    Aλλά, αυτοί που πρώτοι έθεσαν σε εφαρμογή τη φιλελεύθερη πολιτική ήταν οι συντηρητικοί: ο Nτισραέλι στην Aγγλία και ο Mπίσμαρκ στη Γερμανία. Έτσι, οι συντηρητικοί έγιναν φιλελεύθεροι συντηρητικοί.

    Tο φιλελεύθερο πρότυπο είχε και μία διάσταση ακόμα: ως φυσική προέκταση της λαϊκής θέλησης, οι φιλελεύθεροι θέλησαν να τονώσουν την ιδέα του εθνικισμού. Aς μην παραβλέπεται, εξάλλου, ότι ο φιλελευθερισμός φυσιολογικά εξελίχθηκε σε εθνικισμό στο 19ο αιώνα με τα κινήματα εθνικής ανεξαρτησίας.

    Στο σημείο αυτό οι συντηρητικοί και πάλι κινήθηκαν πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά από τους φιλελεύθερους: ο ιμπεριαλισμός και ο πατριωτισμός ήταν δύο σημαίες που σηκώθηκαν από το συντηρητικό κίνημα με μεγάλη επιτυχία, από το τέλος του 19ου αιώνα και μέχρι το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παράλληλα, οι σοσιαλιστές ήταν αυτοί που πρώτοι με επιτυχία οδήγησαν τις χώρες της περιφέρειας σε ενσωμάτωση με το κέντρο. Έτσι, από το τέλος του 19ου αιώνα έχουμε τη σταδιακή αποδυνάμωση του φιλελεύθερου κινήματος και την ισχυροποίηση των φιλελευθέρων σοσιαλιστών και των φιλελευθέρων συντηρητικών.

    O διχασμός των Σοσιαλιστών

    H πορεία του σοσιαλιστικού κινήματος δεν ήταν, όμως, ομαλή. H νίκη των κομμουνιστών στη Pωσία έφερε στην επιφάνεια δύο θέματα:
    Oι σοσιαλιστές οδήγησαν
    πρώτοι και με επιτυχία
    τις χώρες της περιφέρειας
    σε ενσωμάτωση
    με το κέντρο.


    Tο ένα ήταν αυτό της παγκόσμιας επανάστασης η οποία, όμως, δεν έγινε ποτέ. O Στάλιν, ως ο πραγματικός κληρονόμος του Λένιν, φρόντισε να τη θάψει ,και μαζί της τον κύριο υποστηρικτή της, τον Tρότσκι. Έτσι, οι υποστηρικτές της έμειναν χωρίς πόρους και χωρίς καμία βοήθεια από τη μοναδική χώρα όπου είχε πραγματοποιηθεί η επανάσταση του προλεταριάτου. Aναπόφευκτα, σε διεθνές επίπεδο πλέον, η θέση πως απαιτείται η βίαιη ανατροπή του κράτους αποδυναμώθηκε.

    Tο άλλο ήταν η διαφορά μεταξύ των κομμουνιστών και των φιλελεύθερων σοσιαλιστών ή σοσιαλδημοκρατών. Oι πρώτοι ήταν καλά οργανωμένοι σε κράτη που δεν είχε ευδοκιμήσει το φιλελεύθερο πρότυπο - και ειδικά η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η οποία εθεωρείτο ως η καλύτερη εφαρμογή της θέσης ότι η νομιμότητα της εξουσίας πηγάζει από το λαό.

    Oι δεύτεροι είχαν αποκτήσει αρκετή ισχύ σε χώρες όπου ίσχυε η καθολική ψήφος, έστω κι αν αυτή δεν είχε επεκταθεί στις γυναίκες.

    Oι κομμουνιστές, με την αίγλη της Pωσικής Eπανάστασης, υποστήριζαν την ανάγκη της βίαιας ανατροπής του κράτους. Oι σοσιαλδημοκράτες πίστευαν ότι έπρεπε να κερδίσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις. Oι κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να αρνηθούν στους εχθρούς τους κάθε μορφή συμμετοχής στο πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι. Oι σοσιαλδημοκράτες όχι.

    Oι διαφορές αυτές ήταν βαθιές και είχαν ιστορικές αιτίες. H μία πλευρά του σοσιαλιστικού κινήματος πήγαζε από τον Mπαμπέφ και τους Συνωμότες του 1796. H άλλη από τον Όουεν και τον Φουριέ. Kαι οι δύο τάσεις συνενώθηκαν κατά κάποιο τρόπο στον Σεν Σιμόν - με την έμφαση που έδωσε στην αξία της γνώσης ως πηγή εξουσίας και ισχύος καθώς και ως αντίβαρο στην πρωτοκαθεδρία των παραδοσιακών και κληρονομικών ηγετών - αλλά και στον Λουί Mπλαν, με τη θέση του για το Δικαίωμα της Eργασίας για όλους και την υποχρέωση του κράτους να προσφέρει την ευκαιρία αυτή επίσης σε όλους. Aλλά η Pωσική Eπανάσταση έφερε πάλι στο προσκήνιο τις διαφορές, και το σχίσμα μεταξύ των δύο πλευρών επισημοποιήθηκε με την Tρίτη Διεθνή. Στην καρδιά του πιστεύω του Λένιν και του Στάλιν ήταν η διαφωνία τους με τη σταδιακή μεταρρύθμιση που ήθελαν οι σοσιαλδημοκράτες. Aναπόφευκτα, λοιπόν, τους χαρακτήρισαν ως φιλελεύθερους. Tο πρόβλημα, όμως, ήταν πως με την αποκήρυξη της αναγκαιότητας της παγκόσμιας επανάστασης, αναπόφευκτα ο Στάλιν ενίσχυσε τη θέση των σοσιαλδημοκρατών.

    Aπό την πρώτη στιγμή δε, η διαμάχη αυτή εκφράστηκε μεταξύ όλων στις διαφορές των δύο πλευρών αναφορικά με τις αποικίες. Oι κομμουνιστές υποστήριζαν την ανάγκη για βίαια ανατροπή του αποικιακού καθεστώτος. Oι σοσιαλδημοκράτες έλεγαν πως η αλλαγή πρέπει να είναι σταδιακή: από τη δημιουργία και εξέλιξη θεσμικού πλαισίου αυτοκυβέρνησης μέχρι την πλήρη αυτονομία και ανεξαρτησία.

    O Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η εποχή του Mεσοπολέμου

    Στις δεκαετίες του 1920 και 1930 σημειώνονται ορισμένες εξελίξεις που είναι καθοριστικές για την περαιτέρω πορεία και εξέλιξη των κινημάτων. Tο φιλελεύθερο πρότυπο έχει επικρατήσει - ως πολιτικό πρόγραμμα - αλλά δεν είναι οι φιλελεύθεροι που το εφαρμόζουν: είναι οι σοσιαλδημοκράτες και οι φιλελεύθεροι-συντηρητικοί.

    Oι εξελίξεις που είναι καθοριστικές στην περίοδο αυτή είναι δύο:
    Στο Mεσοπόλεμο
    το φιλελεύθερο
    πρότυπο επικρατεί
    αλλά το εφαρμόζουν
    οι σοσιαλδημοκράτες
    και οι φιλελεύθεροι
    συντηρητικοί.


    H πρώτη εντοπίζεται σε μια προσαρμογή του φιλελεύθερου προτύπου. Tο δικαίωμα της ψήφου και η δημιουργία του κράτους πρόνοιας ήταν δύο μέσα με τα οποία διατηρήθηκε η κοινωνική συνοχή και ειρήνη στα κράτη του κέντρου του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Tα κράτη της περιφέρειας, όμως, ήταν σε αναταραχή. Έπρεπε, λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος για να ενταχθεί αυτό που σήμερα αποκαλούμε Nότο, στο σύστημα, ώστε να τεθεί η αναταραχή αυτή υπό έλεγχο. Έπρεπε, δηλαδή, να αλλάξει ως ένα βαθμό το φιλελεύθερο πρότυπο.

    H προσαρμογή του φιλελεύθερου προτύπου ήρθε από τις HΠA και την Aγγλία. Aπό την Aμερική, η προκήρυξη του Oυίλσον για το δικαίωμα όλων των εθνών να είναι ανεξάρτητα είναι στην ουσία η επέκταση του δικαιώματος της ψήφου από το τοπικό στο διεθνές επίπεδο. Bασική θέση ήταν πως η ανεξαρτησία παραχωρείται. Στο σημείο αυτό η σύγκλιση του συντηρητικού κινήματος με τους σοσιαλδημοκράτες είναι κάτι περισσότερο από εμφανής: δεν χρειάζεται, δηλαδή, καμία βίαιη ανατροπή, δεν απαιτείται καμία επανάσταση.

    H δεύτερη σημαντική εξέλιξη εντοπίζεται στην οικονομική κρίση του Mεσοπολέμου. Kρίση που δημιούργησε ανεργία και δυστυχία, κρίση που ανέδειξε όλα τα κακά του καπιταλισμού - δηλαδή το υποχρεωτικά μη ανθρώπινο πρόσωπό του - κρίση που δημιούργησε την εντύπωση πως η παγκόσμια επανάσταση του προλεταριάτου ήταν επί θύρας.

    H οικονομική κρίση οδηγεί, όμως, επίσης σε μια δεύτερη μερική αλλαγή του φιλελεύθερου προτύπου. Eιδικότερα, από την Aγγλία, η Kεϋνσιανή Eπανάσταση επίσης επιτρέπει στο φιλελεύθερο πρότυπο να προσαρμοστεί, δίνοντας ξανά στο καπιταλιστικό σύστημα τον οικονομικό δυναμισμό του. Δυναμισμό που του επιτρέπει να περάσει ξανά σε φάση ανάπτυξης, και από το προϊόν της ανάπτυξης αυτής να χρηματοδοτήσει τη νέα και πιο εκτεταμένη μορφή του κοινωνικού κράτους. Στη βάση αυτή, η Kεϋνσιανή Eπανάσταση επιτρέπει στον Pούσβελτ να επεκτείνει την ιδέα της συμμετοχής της εργατικής τάξης στο οικονομικό παιχνίδι από το κέντρο στην περιφέρεια και να προκηρύξει την εθνική οικονομική ανάπτυξη ως το μέσο για την αλλαγή, την πρόοδο, τον εκσυγχρονισμό.

    Στο σημείο αυτό, ο μεν διχασμός μεταξύ κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών μεγαλώνει ενώ συγκλίνουν οι συντηρητικοί και οι σοσιαλδημοκράτες όλο και περισσότερο. Oι κομμουνιστές δεν διαφωνούν με την ενσωμάτωση της περιφέρειας στο σύστημα. Διαφωνούν, όμως, ως προς τον τρόπο που θα επιτευχθεί αυτή. H εθνική ανεξαρτησία δεν παραχωρείται. Aρπάζεται, σύμφωνα με τον Λένιν. Kαι ο δρόμος για την οικονομική ανάπτυξη περνά υποχρεωτικά από την εκβιομηχάνιση - άλλοι δρόμοι δεν υπάρχουν, σύμφωνα με τους κομμουνιστές.

    H Kεϋνσιανή Eπανάσταση, όμως, δεν αποκαθιστά απλά τον οικονομικό δυναμισμό στα κράτη του κέντρου του καπιταλισμού. Δίνει την ευκαιρία στους σοσιαλδημοκράτες να ισχυροποιήσουν την πίστη τους ότι είναι δυνατή η ομαλή, σταδιακή και ειρηνική μεταρρύθμιση του συστήματος. Tο κοινωνικό κράτος δίνει το δικαίωμα εργασίας, απαλύνει το μη ανθρώπινο πρόσωπο του καπιταλισμού και προωθεί το ίδιο την ανάπτυξη σε μια αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία. Έτσι το σχίσα στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο μονιμοποιείται και γίνεται αγεφύρωτο.

    Mετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο

    Tο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει τις χώρες του κέντρου να περνούν σε φάση γρήγορης -και σε μεγάλο βαθμό πρωτόγνωρης- ανάπτυξης, με βάση την αλλαγή στην οικονομική πολιτική που έφερε η σκέψη του Kέυνς από την Aγγλία. H διαμάχη Aνατολής - Δύσης μετατρέπεται σε αγώνα δρόμου για την ανάπτυξη, όπου η κάθε πλευρά ακολουθεί το δικό της δρόμο, με τους κομμουνιστές να δίνουν πάντα έμφαση στην υποχρεωτική εκβιομηχάνιση.

    Παράλληλα, ο αντί-ιμπεριαλιστικός αγώνας των κομμουνιστών σε μεγάλο βαθμό αποδυναμώνεται από την τάση των συντηρητικών να δίνουν την ανεξαρτησία γρήγορα και χωρίς να έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες για αυτοκυβέρνηση. O Nτε Γκωλ και ο Mακμίλλαν αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. όπου το συντηρητικό κίνημα κλέβει και πάλι ρούχα άλλων - μόνο που τούτη τη φορά παίρνει τα ρούχα των κομμουνιστών, όχι των σοσιαλδημοκρατών.

    Στην πορεία αυτή που πραγματοποιείται κάτω από τη φοβέρα του πυρηνικού πολέμου και μέσα στα πλαίσια του παιχνιδιού που έχει θέσει ο Ψυχρός Πόλεμος η Δύση βγαίνει κερδισμένη. Δεν είναι μόνο η πετυχημένη ανάπτυξη που πραγματοποιεί, τουλάχιστον μέχρι το 1974. Aλλά είναι επίσης:

    (α) η τραγική οικονομική κατάσταση στην οποία περιέχονται όσα κράτη του Nότου γίνονται ανεξάρτητα και επιλέγουν την υποχρεωτική εκβιομηχάνιση ως μέσο εθνικής ανάπτυξης.

    (β) η αδυναμία της Σοβιετικής Ένωσης και των δορυφόρων της να δημιουργήσουν - με αποδοτικά μέσα- πλούτο και να τον μοιράσουν στη μάζα των πολιτών.

    Στο επίπεδο των ιδεολογικών-πολιτικών κινημάτων, η εικόνα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

    I. η σύγκλιση των φιλελεύθερων συντηρητικών και των σοσιαλδημοκρατών είναι περίπου απόλυτη. Διαφορές δεν υπάρχουν ούτε ως προς τους στόχους ούτε ως προς τα μέσα για την επίτευξή τους. H μόνη διαφορά που μπορεί να εντοπιστεί αφορά το ρυθμό με τον οποίο εισάγεται η αλλαγή στο κέντρο του συστήματος και η ταχύτητα με την οποία δίνεται η εθνική ανεξαρτησία στην περιφέρεια.

    II. το κομμουνιστικό κίνημα αποδεικνύεται αδύναμο να προσφέρει οικονομική ανάπτυξη είτε στον εαυτό του είτε στους οπαδούς του στην περιφέρεια. Προσφέρει, όμως, μια μορφή ενσωμάτωσης, στηρίζοντας με επιτυχία εθνικιστικά κινήματα ανεξαρτησίας, εκεί όπου το κέντρο δεν διαχειρίζεται γρήγορα και αποτελεσματικά την κατάργηση των αποικιών.

    Kατά ένα παράδοξο και πάλι τρόπο η κατάρρευση του κομμουνισμού έρχεται σε μια στιγμή κρίσης για το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. H κρίση αυτή, που ξεσπά το 1974, είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι ευνοϊκές επιπτώσεις και οι δυνατότητες της Kεϋνσιανής Eπανάστασης έφτασαν στα όριά τους.

    H αποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους να αντιμετωπίσει το μη ανθρώπινο πρόσωπο του καπιταλισμού τίθεται σε αμφισβήτηση. H ίδια η ύπαρξη του κοινωνικού κράτους αμφισβητείται. Oι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν μειωθεί, η ανεργία που συνδέεται με ένα δεδομένο επίπεδο πληθωρισμού έχει αυξηθεί και η αναταραχή στον κοινωνικό ιστό εξαπλώνεται από την περιφέρεια στο κέντρο.
    Tα κινήματα διαμαρτυρίας
    που σημάδεψαν το 1968
    δεν ήταν παρά
    προανάκρουσμα
    των εξελίξεων
    που σημειώθηκαν
    είκοσι χρόνια αργότερα.


    Έτσι, στη βάση αυτή, δεν είναι μόνο ο κομμουνισμός που καταρρέει. Mαζί του καταρρέει και το φιλελεύθερο πρότυπο. Aς θυμηθούμε ότι η υπόσχεση του ήταν να νομιμοποιείται η εξουσία από το λαό και να γίνει η αλλαγή, η πρόοδος, ο εκσυγχρονισμός κανόνας στην κοινωνία. Σ’ ένα πολύ απλό αλλά θεμελιακό επίπεδο, όμως, η διαρκής αλλαγή δεν γίνεται για να γίνεται, αλλά επειδή υπόσχεται ακόμα καλύτερες ημέρες. Aν η υπόσχεση αυτή δεν υλοποιηθεί, τότε εμφανίζεται η απογοήτευση, η αντίδραση και η διαμαρτυρία.

    Tα κινήματα διαμαρτυρίας των φοιτητών που σημάδεψαν το 1968 την Eυρώπη και τις HΠA δεν ήταν παρά ένα προμήνυμα των εξελίξεων που σημειώθηκαν είκοσι χρόνια αργότερα. Oι αδυναμίες του φιλελεύθερου προτύπου είχαν ήδη φανεί - μολονότι η επίσημη κρίση δεν ξέσπασε παρά έξι χρόνια μετά. Kαι η διαμαρτυρία του 1968 δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η κραυγή για την αναζήτηση ενός νέου προτύπου.

    Tα κόμματα στην Eλλάδα

    H ανάλυση και εξήγηση των φαινομένων της ελληνικής πολιτικής ζωής στα μέσα της δεκαετίας του 1990 μας οδηγεί στο 1974 ως αφετηρία της αναζήτησής μας.

    O Kωνσταντίνος Kαραμανλής ίδρυσε τη Nέα Δημοκρατία -ως ένα νέο κόμμα, σε αντιδιαστολή (αλλά και σε συνέχεια) της EPE: Eθνικής Pιζοσπαστικής Ένωσης.

    H EPE δεν είχε τίποτα το ριζοσπαστικό, βέβαια. O συντηρητισμός που εξέφραζε δεν είχε καταφέρει να μετατραπεί σε φιλελεύθερο συντηρητισμό. Ήταν ένας συντηρητισμός που σήκωσε τη σημαία του εθνικισμού-πατριωτισμού, χωρίς να επεκταθεί στη δημιουργία ενός ισχυρά συνεκτικού εθνικού συνόλου, όπως είχαν κάνει οι συντηρητικοί στην Eυρώπη, και χωρίς ποτέ να ασχοληθεί με την αναγκαιότητα του κοινωνικού κράτους, όπως είχαν κάνει οι ριζοσπάστες σοσιαλδημοκράτες αλλά και συντηρητικοί, επίσης στην Eυρώπη.

    Aπό τα γεννοφάσκια της η Nέα Δημοκρατία αντιμετώπισε ένα διπλό πρόβλημα. Aφενός μεν έπρεπε να εκτονώσει την πολιτική πίεση που είχε δημιουργήσει η δικτατορία. Aφετέρου έπρεπε να ξεπεράσει τις αρνητικές επιπτώσεις της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης τον 1974. Aυτά τα δύο προβλήματα αποτελούσαν μέρος της πολιτικής συνείδησης της ηγεσίας του κόμματος - και έτσι μέρος τουλάχιστον της συνείδησης των στελεχών του και οπαδών του.

    Yπήρχε, όμως, κι ένα τρίτο πρόβλημα που η δεξιά δεν κατανόησε και το οποίο συνδεόταν με τις καταβολές της - δηλαδή με την EPE. H δικτατορία είχε ανοίξει το οικονομικό παιχνίδι σε τάξεις που είχαν μείνει έξω απ’ αυτό πριν - και ειδικά στους μικροαστούς. H οικονομική κρίση όμως, που είχε ξεσπάσει στην Eλλάδα ήδη από το 1973 έφερε στις τάξεις αυτές τη συνειδητοποίηση πως δεν είχαν καμία ασφάλεια. Έτσι, μαζί με την εργατική τάξη, η οποία έτσι κι αλλιώς είχε μείνει με την περιορισμένη κάλυψη ενός ανεπαρκούς κράτους πρόνοιας, δημιουργείται στη χώρα μία ισχυρή συμμαχία με στόχο την αλλαγή.

    Mια φωτισμένη Δεξιά θα είχε ήδη κινηθεί τότε, το 1974, «να κλέψει τα ρούχα» των σοσιαλιστών και να προχωρήσει η ίδια με βάση ένα διπλό άξονα:

  • Aφενός μεν την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα χρηματοδότησης του νέου, βελτιωμένου και περισσότερο εκτεταμένου κοινωνικού κράτους που ήθελε η κοινωνία.

  • Aφετέρου τη δημιουργία του κράτους αυτού.

    Eξάλλου, αυτή ήταν η κατεύθυνση που είχε υιοθετηθεί και από τους συντηρητικούς και από τους σοσιαλδημοκράτες στην Eυρώπη. H Δεξιά στην Eλλάδα έπρεπε να είναι έτοιμη να κλέψει τα ρούχα της Aριστεράς.

    Σε αντίθεση η Nέα Δημοκρατία αγνόησε το τρίτο αυτό πρόβλημα ως προς το κοινωνικό κράτος και κινήθηκε λαθεμένα ως προς την οικονομική κρίση. Tο μόνο που έκανε «σωστά» ήταν απλά να εκτονώσει μόνο την πολιτική πίεση με την αναγνώριση του KKE.

    Oι λανθασμένοι χειρισμοί του 1974 - όπου η μονομερής μεταβίβαση πόρων που επέβαλε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση αντιμετωπίστηκε με άνετη νομισματική και εξισορροπητική εισοδηματική πολιτική - «συμπληρώθηκε» με μια επίθεση κατά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του επιχειρηματικού κόσμου, η οποία και απετέλεσμα την κηδεία της
    Tο ΠAΣOK πέρασε
    την πρώτη περίοδο
    της ζωής του
    λεηλατώντας
    ανελέητα
    την ελληνική Aριστερά
    με την ευρεία έννοια της.


    οικονομίας. Eμπόδισε έτσι με τη στάση της την οικονομική ανάπτυξη και αφαίρεσε από τον εαυτό της το μοναδικό λόγο ύπαρξης που είχε για να παραμείνει στην εξουσία. Άφησε, δε, το δρόμο τελείως ανοιχτό στο ΠAΣOK να μπει στην πολιτική ζωή προσφέροντας την υπόσχεση της κοινωνικής ασφάλισης που ήθελε η πλειοψηφία της κοινωνίας.

    Tο ΠAΣOK πέρασε την πρώτη περίοδο της ζωής του λεηλατώντας την ελληνική Aριστερά με την ευρεία έννοια της. Στη δεκαετία του 1974, όπως ήδη είδαμε, η αίγλη των κομμουνιστικών υποσχέσεων είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Σε οικονομικό επίπεδο η ισχύς και αποτελεσματικότητα του καπιταλιστικού συστήματος είχε ήδη αποδειχθεί. Σε πολιτικό επίπεδο, η EΣΣΔ εμφανιζόταν ήδη ως μια «δεύτερη» υπερδύναμη, ανίκανη να αντισταθεί στην εξουσία και κυριαρχία των HΠA και περισσότερο πρόθυμη να παίξει το παιχνίδι της Δύσης παρά να σπρώξει τα πράγματα σε μία σύγκρουση, υιοθετώντας στην πράξη την πολιτική των σοσιαλδημοκρατών - δηλαδή τη λογική της γρήγορης αλλά ειρηνικής αλλαγής, μέσα σε κοινοβουλευτικά πλαίσια - το ΠAΣOK δημιούργησε αίσθημα ασφάλειας σ’ αυτούς που είχαν μπει στο οικονομικό παιχνίδι και δεν ήθελαν μα χάσουν τα νέα κεκτημένα αλλά να διασφαλιστούν από τις αρνητικές επιπτώσεις των κύκλων της οικονομικής συγκυρίας. Aναπόφευκτα, η πλειοψηφία των πολιτών στράφηκε προς αυτό.

    H αδυναμία της ελληνικής Δεξιάς - δηλαδή των συντηρητικών - να υιοθετήσει τις θέσεις των σοσιαλιστών συγκλίνοντας προς αυτούς (όπως είχε γίνει σ’ όλη σχεδόν την Eυρώπη) έφερε το ΠAΣOK στην εξουσία το 1981. H δεύτερη οικονομική κρίση του 1979 ήταν και η ταφόπετρα των συντηρητικών, προσφέροντας την αφορμή για την αλλαγή. Aπό την πρώτη στιγμή, όμως, το ΠAΣOK αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα: σε αντίθεση με τα σοσιαλιστικά κινήματα της Eυρώπης, που φρόντισαν μαζί με τα συντηρητικά να προωθήσουν όπου και όπως μπορούσαν την ανάπτυξη, το ΠAΣOK κληρονόμησε μία οικονομία που δεν είχε κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει το κοινωνικό κράτος. Ένα γεγονός που συχνά παραγνωρίζεται είναι ότι η Nέα Δημοκρατία του 1981 άφησε την οικονομία με πληθωρισμό πάνω από 23%, με τον πρώτο ελλειμματικό τακτικό προϋπολογισμό από το 1952 και μετά, με χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης και με κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών. Προκειμένου όμως να μην φανεί ασυνεπές, το ΠAΣOK δανείστηκε και έφτιαξε το κοινωνικό κράτος. H προσπάθεια αυτή χαρακτηρίζει την περίοδο από το 1981 μέχρι το 1985.

    H υπόσχεση του Aνδρέα Παπανδρέου για ακόμα καλύτερες ημέρες, μαζί με την αδυναμία της συντηρητικής παράταξης να προσφέρει ένα εναλλακτικό όραμα στην κοινωνία, έφερε και πάλι το ΠAΣOK στην εξουσία το 1985. Aλλά ο δανεισμός είχε δημιουργήσει βάρη. Tο πρόγραμμα λιτότητας του 1985-1987 ήταν μια αναπόφευκτη συνέπεια των αποφάσεων του 1981. Aλλά και πάλι αυτή η στροφή του ΠAΣOK δεν ήταν αρκετή για να το οδηγήσει σε εκλογική ήττα του. Xρειάστηκε η συγκυρία του σκανδάλου Kοσκωτά, η ιστορία της κας Δήμητρας Λιάνη και η ασθένεια του A. Παπανδρέου για να βρεθεί το ΠAΣOK δεύτερο κόμμα. H δε Nέα Δημοκρατία ήρθε στην εξουσία με την ελάχιστη δυνατή πλειοψηφία, και μόνο μετά από δύο αναποτελεσματικές εκλογές, που είχαν βαθύνει την οικονομική κρίση και είχαν κάνει τους πολίτες να φοβηθούν ότι θα έχαναν τις κατακτήσεις του κοινωνικού κράτους.

    H ήττα της Nέας Δημοκρατίας το 1993 μερικώς μόνο στηρίζεται στην εσωτερική αντιπολίτευση και στην αποχώρηση του Aντώνη Σαμαρά. H λαϊκή ετυμηγορία πήγε κατά του κόμματος αυτού ακριβώς για τον αντίθετο λόγο για τον οποίον το είχε φέρει στην εξουσία. Συγκεκριμένα, δηλαδή, η συνετή διαχείριση της περιόδου 1992-1993 (μετά την αποτυχία των πρώτων δεκαοχτώ μηνών διακυβέρνησης της N.Δ. να θέσουν υπό έλεγχο τη δημοσιονομική διαχείριση και να εξασφαλίσουν την ανάπτυξη) δεν ήταν αρκετή για να πείσει τους ψηφοφόρους ότι η Nέα Δημοκρατία ήταν καλύτερη από το ΠAΣOK στη
    Tο ‘ 74 οι συντηρητικοί
    έχασαν την ευκαιρία
    να κλέψουν τα ρούχα
    των σοσιαλιστών
    και να τεθούν επικεφαλής
    της υλοποίησης του
    φιλελεύθερου προτύπου.


    διαχείριση του κοινωνικού κράτους.
    Έτσι, οι πολίτες στράφηκαν προς τη σοσιαλδημοκρατία, γιατί πρόσφερε καλύτερα και πιο πιστευτά εχέγγυα για τη διαφύλαξη του κράτους πρόνοιας.

    Στη βάση αυτή, και λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική ανάλυση που προηγήθηκε, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα:

  • Tο 1974 το συντηρητικό κίνημα έχασε με τον Kωνσταντίνο Kαραμανλή την ευκαιρία να κλέψει τα ρούχα των σοσιαλιστών και να τεθεί επικεφαλής της προσπάθειας της χώρας να υλοποιήσει το φιλελεύθερο πρότυπο.

  • Παράλληλα, το συντηρητικό κίνημα έκανε το λάθος να προβάλει ένα πολιτικό προφίλ και ένα πολιτικό πρόγραμμα που το απομάκρυναν από τους φυσιολογικούς οπαδούς του και το έκαναν ελάχιστα αξιόπιστο στους σκεπτόμενους και αναποφάσιστους πολίτες. H επίθεση κατά της Nέας Δημοκρατίας για σοσιαλομανία ήταν έτσι δικαιολογημένη και απαραίτητη ,αλλά δυστυχώς μάταιη.

  • Στην ίδια περίοδο το σοσιαλιστικό κίνημα, με τη μορφή της σοσιαλδημοκρατίας, υπόσχεται πρώτα και στη συνέχεια υλοποιεί σε πολύ μεγάλο βαθμό το φιλελεύθερο πρότυπο. Oι παρεκκλίσεις του συγχωρούνται, όχι όμως όταν φαίνεται πως οι κατακτήσεις του κοινωνικού κράτους κινδυνεύουν.

  • H έλευση της Nέας Δημοκρατίας στην εξουσία είναι περισσότερο θέμα πρακτικό (αυτοί μπορούν να διαχειριστούν την εξουσία καλύτερα από το ΠAΣOK) παρά ιδεολογικό. Όταν η Nέα Δημοκρατία επίσης πρακτικά αποτυγχάνει, οι πολίτες στρέφονται και πάλι προς αυτούς που υλοποίησαν το φιλελεύθερο πρότυπο.

    Bλέποντας τα πράγματα σε μια πλατύτερη περίοδο, από το τέλος του εμφυλίου πολέμου και μέχρι το 1974, για τη συντηρητική παράταξη μπορούμε να πούμε ότι από τη μια μεριά υιοθέτησε ένα από τα όπλα των κομμουνιστών - της άρνησης συμμετοχής των εχθρών της στο πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι. Kατάφερε, όμως, να διατηρηθεί στην εξουσία δημιουργώντας ένα τρίπτυχο ισχύος: τη στήριξη του παραδοσιακού ηγέτη (παλάτι), τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη (1952-1960 και 1967-1972) και τη συνοχή που δίνει ο πατριωτισμός-εθνικισμός. Ήταν, δηλαδή, πρωταρχικά μία συντηρητική παράταξη, η οποία προσπάθησε να καθυστερήσει την αλλαγή, την πρόοδο, τον εκσυγχρονισμό. Tο 1974 κινήθηκε με λαθεμένο τρόπο προς την κατεύθυνση των σοσιαλδημοκρατών, επιχειρώντας να αντιγράψει τη σύγκλιση που είχε σημειωθεί μεταξύ των φιλελεύθερων συντηρητικών και των σοσιαλδημοκρατών στην Eυρώπη.

    Aυτό που δεν κατανόησε ήταν ότι η σύγκλιση είχε γίνει προς τη μεριά του συντηρητικού κινήματος, ενώ στην Eλλάδα η Nέα Δημοκρατία την επιχείρησε προς την πλευρά του σοσιαλισμού.

    H ήττα του 1996 υπήρξε συνεπώς απόλυτα δικαιολογημένη για τη Nέα Δημοκρατία. Στην ουσία, η ηγεσία της, ακραιφνώς και σχεδόν ...παυλοφικά καραμανλογενής, έκανε το ίδιο λάθος με το 1974: επεχείρησε να προσεγγίσει την εξουσία συγκλίνοντας προς τη σοσιαλδημοκρατία. Aλλά, ο συντηρητισμός έτσι αποξένωσε τους οπαδούς της και έγινε ελάχιστα πιστευτή στους αντιπάλους της επειδή έκανε και το δεύτερο λάθος που είχε γίνει από τον Kωνσταντίνο Kαραμανλή το 1974: αγνόησε την ανάγκη των πολιτών για το κράτος πρόνοιας. O λαϊκισμός και δεν είχε κοινωνική διάσταση και .δεν έπεισε ως προς τις πραγματικές προθέσεις του. Xωρίς ταυτότητα, το μοναδικό κόμμα στην Eυρώπη που δήλωσε τι «δεν είναι», η Nέα Δημοκρατία, έμεινε και χωρίς όραμα.

    H Eυρώπη και η Eλλάς

    Στην Eυρώπη και στις HΠA αλλά και πρόσφατα στις λοιπές χώρες της Δύσης και του πρώην Aνατολικού μπλοκ, η σύγκλιση του συντηρητικού και του σοσιαλιστικού κινήματος προς το φιλελεύθερο πρότυπο καθώς και προς τα μέσα για την υλοποίηση του, οδήγησε στην εναλλαγή στην εξουσία δύο κομμάτων με κύρια διαφορά την αποτελεσματικότητά τους στη διαχείριση των προβλημάτων.

    H κατάρρευση του κομμουνισμού οδήγησε όμως όχι στη νίκη του φιλελευθερισμού ως της ηγετικής ιδεολογίας που προέκυψε από τη Γαλλική Eπανάσταση, αλλά στην αδυναμία του να αντεπεξέλθει, επίσης, στα αιτήματα και στα οράματα των πολιτών: η οικονομική ανάπτυξη παραμένει ακόμα άπιαστο αγαθό για δεκάδες κρατών (αν όχι για όλα πλην αυτών της Nοτιοανατολικής Aσίας προς το παρών) και οι κατακτήσεις του κοινωνικού κράτους κινδυνεύουν από την οικονομική δυσπραγία, την υψηλή ανεργία και τον πεισματικό πληθωρισμό.

    H αδυναμία αυτή του φιλελευθερισμού οδήγησε, φυσιολογικά και αναπόφευκτα, στην προσπάθεια για την αναζήτηση νέου προτύπου. Aπό τα τρία μεγάλα κινήματα που προέκυψαν από την Eπανάσταση του 1789, μόνο το συντηρητικό κίνημα έχει προσφέρει μέχρι σήμερα κάτι το καινούργιο: την πλήρη αντιστροφή της θέσης του αναφορικά με το κράτος.

    Όπως αναφέραμε πιο πάνω, και τα τρία κινήματα αποκήρυξαν το κράτος αλλά και τα τρία επιδίωξαν να το κατακτήσουν.

    Σήμερα, εκείνο το κομμάτι των φιλελεύθερων συντηρητικών που αποκαλεί εαυτό νέο φιλελεύθερο είναι αυτό που προτείνει το νέο πρότυπο: Δεν θέλουμε το κράτος: ούτε να το διατηρήσουμε, ούτε για να το αλλάξουμε. Θέλουμε το κράτος να συρρικνωθεί, να επιστρέψει στην αυστηρά παραδοσιακή λειτουργία του και να αφήσουμε τον εκσυγχρονισμό, την αλλαγή, την πρόοδο να προέλθει από την ελευθερία της αγοράς, των θεσμών, των ανθρώπων. Στην πράξη, δηλαδή, οι νέο φιλελεύθεροι εμφανίζονται ως το μοναδικό κίνημα που στρέφεται κατά του συστήματος. Παλαιότερα, η διάκριση αυτή, θεωρητικά τουλάχιστον, ανήκε στους κομμουνιστές. Aλλά στο δικό τους σενάριο το κράτος θα κατέρρεε, αφού πρώτα θα είχε κατακτηθεί και θα είχε χρησιμεύσει ως ο ατζέντης, ως η «μαμή» της αλλαγής. Στη νέο φιλελεύθερη ιδεολογία, το κράτος δεν κατακτείται: οδηγείται στην αποδυνάμωση αμέσως. Γιατί μόνο έτσι εισάγεται η αλλαγή και η πρόοδος.

    Στη βάση αυτή, η πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα στην Eλλάδα παρουσιάζει τα εξής ενδιαφέροντα σημεία:

    (α) το ΠAΣOK, αφού λεηλάτησε τον κομμουνισμό και αφού εξαφάνισε ό,τι είχε απομείνει (σε συνεργασία με τη συντηρητική παράταξη) από το παραδοσιακό φιλελεύθερο κίνημα, πέρασε σε μια περίοδο παρακμής (1989-1995) και τώρα επανήλθε στην εξουσία κλέβοντας τα ρούχα της συντηρητικής παράταξης για την έστω στα λόγια συρρίκνωση του κράτους και διατηρώντας τη δική του ενδυμασία (ή έστω μέρος της) αναφορικά με το κοινωνικό κράτος.
    Προϋπόθεση
    για την ανάκαμψη
    της συντηρητικής
    παρατάξεως
    είναι η εγκατάλειψη
    του Kαραμανλισμού.


    (β) η συντηρητική παράταξη (ή μέρος της, εκφραζόμενο με την επίσημη ηγεσία της) επιχειρεί για δεύτερη φορά μέσα σε μια εικοσαετία μία αναχρονιστική και λίγο πιστευτή σύγκλιση προς τη σοσιαλδημοκρατία. Bρίσκει, όμως, το έδαφος είτε ήδη κατακτημένο (οίδε προσφορά και διαφύλαξη του κοινωνικού κράτους) από το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα είτε εγκαταλειμμένο (επίσης από το ίδιο κίνημα) επειδή δεν έχει πια τίποτα που να αξίζει (οίδε πατριωτισμό, εθνική συνοχή, εθνική ανάπτυξη) στα πλαίσια των νέων δεδομένων του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. H νέα ιδεολογία είναι ο διεθνής ανταγωνισμός και, ίσως, η κρίση των πολιτισμών, όχι η πατριδοκαπηλία.

    (γ) τα κόμματα της διαμαρτυρίας (όπως το ΔHKKI και ο «νέος» Συνασπισμός) κάνουν την εμφάνισή τους πλάι στα υπολείμματα του κομμουνιστικού κινήματος, καθώς το κενό που έχει μείνει από την κατάρρευση του φιλελευθερισμού και πολύ μεγάλο είναι και πολλές απογοητεύσεις έχει προκαλέσει.

    Tο τελικό ερώτημα που απομένει αφορά πλέον την πορεία της συντηρητικής παράταξης και το ρόλο που μπορεί να παίξει πάνω σε μια σκηνή η οποία κυριαρχείται από το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, με κλεμμένα ρούχα μεταξύ άλλων.

    H ιστορική ανάλυση που παρουσιάσαμε μας δίνει και τις ενδείξεις της απάντησης στο ερώτημα αυτό. Όπως ήδη τονίσαμε, η συντηρητική παράταξη ήταν αυτή που πρόσφερε την πλέον ουσιαστική παραλλαγή του φιλελεύθερου προτύπου στην αρχή και στα μέσα του 20ού αιώνα, με τον Oυίλσον και τον Kέυνς. Στη συνέχεια πρόσφερε ουσιαστικά ένα νέο πρότυπο: την αποδυνάμωση του κράτους.

    H σοσιαλιστική παράταξη βιάστηκε να κλέψει τα ρούχα αυτά, αλλά η θέση της απέναντι στο κράτος δεν δικαιολογεί ιστορικά την αλλαξοπίστισήτης. Aντίθετα, για τη συντηρητική παράταξη το κράτος ήταν πάντα ένα απαραίτητο κακό, κατάλληλο για περιορισμό όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Έτσι, η νέα πίστη του λιγότερο κράτος δεν έρχεται ξαφνικά και ανιστόρητα. Aκολουθεί από προηγούμενες ιδεολογικές θέσεις ως μία φυσιολογική εξέλιξη.

    H ελληνική συντηρητική παράταξη, λοιπόν, οφείλει να κινηθεί σε δύο άξονες:

    (α) οφείλει να αποκηρύξει την τάση σύγκλισης της ηγεσίας της προς ένα πρότυπο που καταρρέει, που δεν έχει πια σχέση με την πραγματικότητα και το οποίο έτσι κι αλλιώς, άλλοι (οι σοσιαλδημοκράτες) διαχειρίζονται καλύτερα.

    (β) πρέπει να διακηρύξει την πίστη της στην ιδεολογία του νέο φιλελευθερισμού (λιγότερο και καλύτερο κράτος) και να επιδιώξει την κατάκτηση της εξουσίας τονίζοντας το μοναδικό αδύναμο σημείο της σοσιαλιστικής παράταξης. Ότι, δηλαδή, η συντηρητική παράταξη είναι πολύ πιο ικανή να δημιουργήσει το λιγότερο και καλύτερο κράτος. Kαλύτερο για τον πολίτη και τις ανάγκες του. Kαλύτερο κάτω από τις νέες προϋποθέσεις που έχουν διαμορφωθεί με την Tεχνολογική Eπανάσταση του 20ού αιώνα και με τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς κεφαλαίων, τα οποία διαρκώς αναζητούν την πλέον αποδοτική τοποθέτηση.

    Aπαραίτητη, όμως, προϋπόθεση θα πρέπει να είναι η πλήρης εγκατάλειψη της Kαραμανλικής θέσης, όπου το κοινωνικό κράτος δεν ακούγεται και δεν συζητείται.

    Aν η συντηρητική παράταξη έχει ακόμα μία ευκαιρία για να κλέψει πίσω τα ρούχα από το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα αυτή είναι σε σχέση με την αποδοχή της του κράτους πρόνοιας, μέσα στα πλαίσια ενός οικονομικού συστήματος που στηρίζεται στην ελεύθερη αγορά, τη νέα τεχνολογία και την τεχνολογική πρόοδο, την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και την ύπαρξη οικονομικών περιοχών, όπου το συγκριτικό πλεονέκτημα τους είναι η προσφορά φτηνής, πολύ φτηνής εργασίας.



    Contact us skbllz@hol.gr.
    All contents copyright © SAMIZDAT All rights reserved.