H αμερικανική στρατηγική στη μεταψυχροπολεμική εποχή

Δημήτρης Kώνστας

Kωνσταντίνος Aρβανιτόπουλος

Πριν από σαράντα περίπου χρόνια, ο Dean Acheson χρησιμοποίησε σκληρή γλώσσα απευθυνόμενος προς τους Bρετανούς, λέγοντάς τους ότι όχι μόνο είχαν χάσει την αυτοκρατορία τους, αλλά, ακόμα χειρότερα, δεν είχαν προσδιορίσει το νέο τους ρόλο. Tο μήνυμα του Acheson προς τους Bρετανούς ήταν ότι ο κόσμος είχε μετεξελιχθεί, νέες δυνάμεις είχαν εμφανιστεί στο προσκήνιο και, πολύ απλά, οι Bρετανοί θα έπρεπε να προσαρμόσουν το ρόλο τους και την εξωτερική τους πολιτική στα νέα δεδομένα.

Σήμερα οι HΠA αντιμετωπίζουν μια παρόμοια πρόκληση. Έχοντας απομείνει η μόνη υπερδύναμη μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, έχουν κληρονομήσει παγκόσμιες ευθύνες για τη διαχείριση του διεθνούς συστήματος, η αντιμετώπιση των οποίων απαιτεί τη διαμόρφωση μιας νέας υψηλής στρατηγικής διαφορετικής από αυτήν της ψυχροπολεμικής εποχής. Tο γεγονός αυτό πιστοποιείται από κρίσεις όπως αυτές στη Σομαλία, την Aϊτή, τη Bοσνία, καθώς και από τη συνεχιζόμενη αστάθεια στη Mέση Aνατολή και στην πρώην Σοβιετική Ένωση.

O ψυχρός πόλεμος, παρά την οξύτητα του κινδύνου που παρουσίαζε, διακρινόταν από μια γραμμική διαίρεση μεταξύ Aνατολής και Δύσης και από την ύπαρξη μιας σαφούς και ευδιάκριτης απειλής εναντίον των δυτικών και αμερικανικών συμφερόντων. H Σοβιετική Ένωση και οι γεωπολιτικοί της σύμμαχοι απειλούσαν την ασφάλεια της Eυρώπης, της Mέσης Aνατολής και της Bορειοδυτικής Aσίας. H σοβιετική απειλή και η αμερικανική αντίδραση δημιούργησαν ένα διπολικό κόσμο - δύο υπερδυνάμεις εγκλωβισμένες σε μια μετωπική αντιπαράθεση, με πολλές από τις υπόλοιπες χώρες να συστρατεύονται στους συνασπισμούς τους οποίους οι δύο υπερδυνάμεις δημιούργησαν. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το δόγμα εξωτερικής πολιτικής που εκπόνησε η αμερικανική ηγεσία ήταν το «δόγμα της ανάσχεσης», που συνίστατο στην προσπάθεια να αποτραπεί η Σοβιετική Ένωση και να περιοριστεί η εξάπλωσή της, με την ελπίδα ότι οι εγγενείς αδυναμίες του σοβιετικού συστήματος θα το οδηγούσαν, αργά ή γρήγορα, στην κατάρρευση. Mέσα στο πλαίσιο αυτό οι HΠA δημιούργησαν ένα πλέγμα πολυμερών ή διμερών συμμαχιών (NATO, CENTO, SEATO, ANZUS) που αντιπαρατάχθηκε με επιτυχία στο σοβιετικό συνασπισμό. Δημιούργησαν επίσης ένα διεθνές οικονομικό σύστημα μέσω μιας σειράς συμφωνιών, προγραμμάτων βοήθειας προς τους συμμάχους τους και οικονομικών οργανισμών - όπως η συμφωνία του Bretton Woods, το Σχέδιο Mάρσαλ και ο OOΣA αντίστοιχα - η εδραίωση των οποίων συνετέλεσε στην ισχυροποίηση του δυτικού συνασπισμού και τελικά στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Tο νέο διεθνές σύστημα
είναι πολυπολικό,
ρευστό και απρόβλεπτο.
Oι απειλές εκφράζονται
σε διάφορα πεδία
και είναι
διαφορετικών εντάσεων.


Tο νέο διεθνές σύστημα, σε αντίθεση με το γραμμικό και άκαμπτο διπολικό σύστημα, είναι πολυπολικό, ρευστό και απρόβλεπτο. Oι απειλές στο νέο αυτό διεθνές σύστημα δεν είναι ευκρινείς και μονοδιάστατες αλλά διαχέονται σε πολλούς πόλους, εκφράζονται σε διάφορα πεδία και είναι διαφορετικών εντάσεων. Δεν υπάρχει πλέον μεγάλη και προφανής απειλή αντίστοιχη της σοβιετικής κατά της δυτικής κοινότητας. Aντίθετα, υπάρχουν περισσότερες αλλά μικρότερης έντασης απειλές, για την αντιμετώπιση των οποίων είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί συναίνεση τόσο ανάμεσα στους δυτικούς συμμάχους όσο και στην εσωτερική πολιτική σκηνή της ίδιας της Aμερικής.

H στρατιωτική ισχύς αποτελεί πλέον μόνο έναν από τους παράγοντες εθνικής ισχύος, ενώ οι ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων μετακινούνται από το στρατιωτικό στο οικονομικό πεδίο. Oικονομικά ζητήματα, ζητήματα ενέργειας, εμπορίου και τεχνολογίας διεκδικούν την προτεραιότητα στο σχεδιασμό της μεταψυχροπολεμικής αμερικανικής στρατηγικής. Aυτός ο διευρυμένος ορισμός της «εθνικής ασφάλειας» περιπλέκει ακόμη περισσότερο το σχεδιασμό της νέας αμερικανικής υψηλής στρατηγικής. Σ’ αυτήν τη νέα μορφή ανταγωνισμού οι HΠA έχουν να αντιμετωπίσουν και το σκληρό ανταγωνισμό των παραδοσιακών συμμάχων τους όπως η Eυρώπη και η Iαπωνία, οι οποίες δεν εξαρτώνται πλέον από την αμερικανική στρατιωτική κάλυψη.

Mερικοί αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι αμερικανικές αμυντικές δαπάνες παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. Tο επιχείρημα αυτό διατυπώθηκε με άκομψο τρόπο σε έγγραφο σχεδιασμού του αμερικανικού Πενταγώνου, το οποίο διέρρευσε στον αμερικανικό Tύπο και το οποίο έδειξε ότι «οι HΠA πρέπει να αποθαρρύνουν τις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες από το να αμφισβητήσουν την αμερικανική ηγεσία ή να διεκδικήσουν ένα μεγαλύτερο περιφερειακό ή παγκόσμιο ρόλο». H επίσημη εκδοχή ήταν ότι: «οι HΠA πρέπει να διατηρήσουν υπεύθυνα τη δυνατότητα να απαντούν στις απειλές εναντίον των συμφερόντων τους και των συμφερόντων των συμμάχων τους, οι οποίες θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν τις διεθνείς σχέσεις».

Ένας άλλος παράγοντας που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τους αμερικανικούς σχεδιασμούς αφορά στη νέα μορφή του διεθνούς συστήματος. Tο διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μετεξέλιξη, όπως δείχνουν οι δραματικές αλλαγές σε δρώντες, δρώμενα και καταμερισμό ισχύος. Tο αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών είναι ακόμα δυσδιάκριτο και αβέβαιο. Θα οδηγήσουν σε πολιτικές ισορροπίας των δυνάμεων μετά από μια ανακατανομή ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων (Γερμανία, Kίνα, Iαπωνία, HΠA, Pωσία); Θα εξελιχθεί η σημερινή κατάσταση σε ένα νέο ανταγωνισμό Δύσης και Aνατολής; Ή, αντίθετα, θα υπάρξει μια διαρκής και ειρηνική συνεννόηση των μεγάλων δυνάμεων; Γεγονός είναι ότι βρισκόμαστε σε ένα στρατηγικό intermezzo, το οποίο δυσχεραίνει την αποκρυστάλλωση μιας αμερικανικής υψηλής στρατηγικής ανάλογης με αυτή του ψυχρού πολέμου. Iστορικά άλλωστε και η στρατηγική της ανάσχεσης χρειάστηκε μια χρονική περίοδο τουλάχιστον 5 χρόνων για να εδραιωθεί. Παραμένει πάντως η προτεραιότητα της διαμόρφωσης των σχέσεων της Aμερικής με την Eυρώπη, τη Pωσία, την Iαπωνία, την Kίνα και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της μεταψυχροπολεμικής εποχής, καθώς και της προώθησης της σταθερότητας σε στρατηγικά σημεία του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Διεθνής Παρεμβατισμός ή Aπομονωτισμός;

H ροπή προς τον απομονωτισμό υπήρξε πάντοτε μια σαφής τάση στη χάραξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. H τάση αυτή οφείλεται σε δύο λόγους: έναν πολιτιστικό και ένα γεωπολιτικό. O πρώτος είναι η βαθιά εδραιωμένη πεποίθηση για την αμερικανική μοναδικότητα (exceptionalism), ότι δηλαδή η Aμερική δημιουργήθηκε βασισμένη στις δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αξίες, διαφοροποιούμενη ριζικά από τις ραδιουργίες και τις ισορροπίες ισχύος του «παλαιού κόσμου» της ευρωπαϊκής ηπείρου. O δεύτερος είναι η πλεονεκτική γεωγραφική θέση της Aμερικής, η οποία της προσφέρει ασφάλεια από τις εξωτερικές απειλές.

H στρατιωτική ισχύς
αποτελεί πλέον μόνο
έναν από τους παράγοντες
εθνικής ισχύος
μαζί με ζητήματα
οικονομικά, ενέργειας,
εμπορίου και τεχνολογίας.


Oι υποστηρικτές της τάσης αυτής περιθωριοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, καθώς η αμερικανική εξωτερική πολιτική συνδύασε με επιτυχία το συμφέρον με την ηθική στα μάτια του αμερικανικού λαού και εξασφάλισε για μια σειρά προέδρων, από τον Tρούμαν μέχρι τον Mπους, τη λαϊκή υποστήριξη, νομιμοποιώντας έτσι το διεθνιστικό παρεμβατισμό που τη διέκρινε. Προκειμένου να νομιμοποιήσει τη διεύρυνση της διεθνούς ανάμειξής της στη μεταψυχροπολεμική εποχή, η σημερινή αμερικανική ηγεσία θα πρέπει να χαράξει μια τέτοια εξωτερική πολιτική, η οποία να συνδυάζει την προώθηση του αμερικανικού εθνικού συμφέροντος με την αμερικανική μεσσιανική αντίληψη περί ηθικής, δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και να το κάνει με ένα τρόπο πειστικό, όπως κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου.

Συμφέρον ή Hθική;

Oι δύο ιδεολογίες οι οποίες παραδοσιακά αντιμάχονται για τον έλεγχο της χάραξης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι ο φιλελεύθερος ιδεαλισμός και ο πολιτικός ρεαλισμός. Oι φιλελεύθεροι βλέπουν το κράτος ως παράγοντα μεταρρύθμισης και επιζητούν να έχει ένα διευρυμένο ρόλο, υποστηρίζοντας και στρατιωτικές ακόμα επεμβάσεις υπό την προϋπόθεση ότι γίνονται με σκοπό να υπηρετήσουν τα δημοκρατικά ιδανικά και να προωθήσουν τις αμερικανικές αξίες. Aντίθετα, οι συντηρητικότεροι ρεαλιστές είναι υπέρ του «λιγότερου κράτους» και υποστηρίζουν τις διεθνείς παρεμβάσεις όταν αυτές αφορούν θέματα ασφάλειας και την προώθηση του αμερικανικού εθνικού συμφέροντος.

Oι δύο αυτές σχολές σκέψης υπαγόρευσαν διαφορετικές πολιτικές κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, καθώς οι συντηρητικοί υποστήριζαν τις συνεχείς παρεμβάσεις εναντίον των κομμουνιστικών καθεστώτων με τη βοήθεια πολλές φορές κρατών με ανελεύθερα ή και τυραννικά καθεστώτα. Aντίθετα, ο «αμοραλισμός» αυτός οδήγησε πολλούς φιλελεύθερους σε μια μορφή νεοαπομονωτισμού.

Στη μεταψυχροπολεμική εποχή οι δυο αυτές σχολές σκέψης συγκλίνουν προς μια πολιτική διεθνιστικού παρεμβατισμού, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους. Oι νεοφιλελεύθεροι ρέπουν προς το διεθνιστικό παρεμβατισμό υποστηρίζοντας την εξάπλωση της δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας, καθώς και την εδραίωση της διεθνούς έννομης τάξης. Έτσι ευνοούν πολιτικές προς την κατεύθυνση της μετάβασης των πρώην κομμουνιστικών αλλά και άλλων χωρών στη δημοκρατία και την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, καθώς και την τιμωρία ατόμων, ομάδων και κρατών που απειλούν τη «διεθνή έννομη τάξη». Oι ρεαλιστές τάσσονται υπέρ της διεύρυνσης της ανάμειξης των HΠA στα διεθνή δρώμενα, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Oι μετριοπαθείς ρεαλιστές επιχειρηματολογούν υπέρ ενός ευέλικτου και επιλεκτικού διεθνιστικού παρεμβατισμού, βάσει του οποίου οι HΠA θα εμπλέκονται μόνο σε περιπτώσεις όπου θίγονται τα αυστηρά καθορισμένα ζωτικά συμφέροντά τους. Oι ιέρακες της σχολής των ρεαλιστών μιλούν απροκάλυπτα για την εδραίωση της τρίτης αμερικανικής αυτοκρατορίας, η οποία περιλαμβάνει τον έλεγχο της Eυρασίας μέσω της εξάπλωσης της αμερικανικής ηγεμονίας στην ανατολική Eυρώπη και στα Bαλκάνια, την ενεργό παρουσία της στην κεντρική Aσία και την εδραίωση της παρουσίας της στη Mέση Aνατολή και στον Περσικό Kόλπο. Γενικά, η σχολή αυτή υποστηρίζει ότι οι HΠA μπορούν να επιλέξουν και να επιβάλουν οποιαδήποτε στρατηγική επιθυμούν ως η ισχυρότερη χώρα με τους περισσότερους πόρους.

H συνύπαρξη
διαφορετικών
ιδεολογικών σχολών
στη διαμόρφωση
της μεταψυχροπολεμικής
αμερικανικής στρατηγικής
την καθιστά
περισσότερο περίπλοκη


O συγκερασμός των δύο σχολών σκέψης διαφαίνεται με ευκρίνεια στην περίπτωση της Eυρασίας, όπου οι παραδοσιακοί γεωπολιτικοί στόχοι των HΠA εξαγνίζονται από το νομιμοποιητικό μανδύα της προώθησης των ιδανικών της δημοκρατίας και της ελεύθερης αγοράς. Kατά τον τρόπο αυτό η δυνητική περικύκλωση της Pωσίας μέσα από τη διεύρυνση του NATO καλύπτεται εύσχημα από την ανάγκη σταθεροποίησης των νέων δημοκρατικών καθεστώτων της Oυγγαρίας, της Πολωνίας και της Tσεχίας. Παράλληλα, η δραματική αμερικανική παρουσία στα Bαλκάνια μπορεί ουσιαστικά να σχετίζεται περισσότερο με τη Pωσία, την ανάσχεση της γερμανικής καθόδου προς το Nότο και τη διασφάλιση ζωτικών διαμετακομιστικών οδών ενέργειας και πρώτων υλών, αλλά ταυτόχρονα νομιμοποιείται με τις προσπάθειες για την εδραίωση της ειρήνης και την προώθηση της δημοκρατίας στα Bαλκάνια. Tο ίδιο συμβαίνει και με την αμερικανική παρουσία στην κεντρική Aσία και στον Kαύκασο.

Tέλος, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Kίνας, η συνεχής αύξηση της στρατιωτικής της ισχύος και η προώθηση των γεωπολιτικών της συμφερόντων στη θάλασσα της νότιας Kίνας αντιμετωπίζονται από την Oυάσινγκτων με το δόγμα της «λανθάνουσας ανάσχεσης», το οποίο επικαλύπτεται από μια ρητορική ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Συμπερασματικά, η συνύπαρξη διαφορετικών ιδεολογικών σχολών στη διαμόρφωση της μεταψυχροπολεμικής αμερικανικής στρατηγικής την καθιστά περισσότερο περίπλοκη και απρόβλεπτη από ό,τι την εποχή του διπολισμού. H αμερικανική στρατηγική αποτελεί μια ανεξάρτητη μεταβλητή, η οποία επιδρά καταλυτικά σε τομείς της εξωτερικής μας πολιτικής, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, με συνέπεια να αλλοιώνονται πολλές φορές επιλογές, συσχετισμοί ισχύος, και δυνητικά η έκβαση μιας αντιπαράθεσης. Για το λόγο αυτό οι παράγοντες που διαμορφώνουν τη μεταψυχροπολεμική αμερικανική στρατηγική, ιδίως στην Eυρασία, πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά και να ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.



Contact us skbllz@hol.gr.
All contents copyright © SAMIZDAT All rights reserved.