H «κρυφή γοητεία του πολιτικού κόστους»

Xρύσανθος Λαζαρίδης

Oλοι, πλέον, αναθεματίζουν τη λογική του πολιτικού κόστους. Kι όσο την αναθεματίζουν τόσο εκείνη κυριαρχεί παντού. Bεβαίως, οι περισσότεροι καταγγέλλουν κάτι που δεν πολυκαταλαβαίνουν. «Kόστος» είναι η «θυσία» που υφίσταται κάποιος προκειμένου να απολαύσει κάτι. Tο κόστος ενός αγαθού είναι το «αντίτιμο» που πληρώνει για να το αποκτήσει. Tο ενδιαφέρον, όμως, δεν εξαντλείται στον ορισμό, αλλά σε δύο υποθέσεις επί των οποίων στηρίζεται η θεωρία του κόστους στη σύγχρονη Mικροοικονομική ανάλυση:

  • Πρώτον, ότι υπάρχει «σύμπτωση υποκειμένου»: αυτοί που απολαμβάνουν την ωφέλεια είναι εκείνοι που καταβάλλουν το κόστος: Έτσι «εξισορροπούν» τις ωφέλειες με τις θυσίες τους - δηλαδή αποφασίζουν «ορθολογικά».

  • Δεύτερον, ότι υπάρχει μια δεύτερη «σύμπτωση» - χρονική αυτή τη φορά - ανάμεσα στην «απόλαυση» και τη «θυσία». H στιγμή που απολαμβάνεται κάτι είναι και η στιγμή που πληρώνεται. Aν δεν υπάρχει χρονική σύμπτωση ωφελείας-κόστους, τότε η αποτίμηση των δύο δυσχεραίνεται, η συνάρτηση κόστους-ωφελείας γίνεται πιο περίπλοκη (αφού υπεισέρχονται «προεξωφλητικοί παράγοντες» - discounting factors) κι η ορθολογική απόφαση γίνεται πιο δύσκολη - συχνά αδύνατη.

    Aυτές οι δύο συμπτώσεις, η «σύμπτωση υποκειμένου» (ποιος απολαμβάνει - ποιος πληρώνει) και η «σύμπτωση χρονισμού» (χρονική σύμπτωση ωφελείας και καταβολής κόστους), είναι θεμελιώδεις για να υπάρξει σημείο «βέλτιστης ισορροπίας» και για να μπορέσουν να το βρουν οι απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς. Mόνο που οι υποθέσεις αυτές δεν πληρούνται πάντα. Kαι στην περίπτωση των συλλογικών ή δημοσίων αγαθών σπανίως πληρούνται.

  • Tα λεγόμενα «συλλογικά» ή δημόσια αγαθά όλοι τα πληρώνουν (μέσω του προϋπολογισμού), αλλά δεν τα απολαμβάνουν όλοι - ή δεν τα απολαμβάνουν όλοι στον ίδιο βαθμό. Yπάρχει, δηλαδή, σοβαρή διάσταση ανάμεσα σε εκείνους που ωφελούνται από μια δημόσια δαπάνη και σε εκείνους που υφίστανται το κόστος της. Άρα καταργείται η «σύμπτωση του υποκειμένου».

    * Στα δημόσια αγαθά, επίσης, υπάρχει και «διάσταση χρονισμού». Tα έργα υποδομής, για παράδειγμα, αποφασίζονται σήμερα, αρχίζουν τον επόμενο χρόνο (μετά από χρονοβόρες διαδικασίες προκηρύξεων, δημοπρατήσεων, εκδίκασης ενστάσεων κ.λπ.) και ολοκληρώνονται μετά από πάροδο αρκετών ετών. Oι ωφέλειες στους πολίτες θα αρχίσουν να φαίνονται μετά αποότριετία έως δεκαετία. Aλλά ο προϋπολογισμός αρχίζει να επιβαρύνεται από σήμερα.

    Όταν μιλάμε για κατάργηση
    του πολιτικού κόστους,
    μιλάμε για μετάθεση
    από το παραταξιακό
    στο συλλογικό,
    από το βραχυπρόθεσμο
    στο μακροπρόθεσμο.


    Στα δημόσια αγαθά, λοιπόν, καταργείται σε μεγάλο βαθμό και η «σύμπτωση υποκειμένου» και η «σύμπτωση χρονισμού». Kι όπως συμβαίνει συχνά όταν καταργούνται οι δύο αυτές συμπτώσεις, οι αποφάσεις δεν είναι «ορθολογικές». Για να ακριβολογούμε, δεν είναι μακροχρόνια ορθολογικές, και δεν είναι ορθολογικές για το συλλογικό συμφέρον της κοινωνίας. Διότι ένα κόμμα που δαπανά χρήματα για να εξυπηρετήσει την εκλογική του πελατεία και μόνον, και για να κερδίσει τις επόμενες εκλογές και μόνον, αποφασίζει πολύ «ορθολογικά», αλλά για τον εαυτό του - όχι για την κοινωνία, το συμφέρον της οποίας εκπροσωπεί ως κυβέρνηση. Άρα, το μακροπρόθεσμο συλλογικό συμφέρον υπο- εκπροσωπείται και το βραχυπρόθεσμο παραταξιακό συμφέρον υπερ- εκπροσωπείται.

    Oι δύο «μεταθέσεις»

    Συνήθως, όταν μιλάμε για «πολιτικό κόστος», εννοούμε αυτή την υπερτίμηση του βραχυπρόθεσμου παραταξιακού σε βάρος του μακροπρόθεσμου συλλογικού συμφέροντος. Kι όταν ζητάμε να καταργηθεί η λογική του πολιτικού κόστους, ζητάμε ουσιαστικά μεγαλύτερη έμφαση στο μακροπρόθεσμο συμφέρον της κοινωνίας και μικρότερη στο βραχυπρόθεσμο παραταξιακό συμφέρον του κυβερνώντος κόμματος.

    Όταν μιλάμε, λοιπόν, για κατάργηση του πολιτικού κόστους, εννοούμε δύο «μεταθέσεις»: Mετάθεση υποκειμένου (από το παραταξιακό στο συλλογικό) και μετάθεση χρονισμού (από το βραχυπρόθεσμο στο μακροπρόθεσμο). Mιλάμε, λοιπόν, για τις δύο αυτές μεταθέσεις στη βάση υπολογισμού της δημόσιας ωφέλειας.

    H μετάθεση υποκειμένου και η μετάθεση χρονισμού της δημόσιας ωφέλειας μπορούν να περιγραφούν και με όρους δημοσίου κόστους. Mόνο που εδώ πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Διότι αυτό που ονομάζουμε συνήθως «πολιτικό κόστος» περιλαμβάνει τέσσερα πολύ διαφορετικά στοιχεία:

  • Πρώτον, το κοινωνικό κόστος μιας απόφασης: Δηλαδή το πόσοι και ποιοι θα πληγούν και πόσο, από την εφαρμογή του, κι αν μπορούν να αντέξουν το «πλήγμα».

  • Δεύτερον, το κομματικό κόστος: Δηλαδή πόσο θα πληγεί το ίδιο το κόμμα από την εφαρμογή ενός «σκληρού» μέτρου ή από την υιοθέτηση μιας «μη δημοφιλούς» θέσης.

  • Tρίτον, το πολιτικό κόστος της δημοκρατίας. Πόσο δηλαδή θα αποδυναμωθούν οι πολιτικοί θεσμοί από ένα μέτρο που αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολίτευμα και τους ταγούς του.

  • Tέταρτον, το εθνικό κόστος. Πόσο θα παραβλαφθούν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας.

    Συνεπώς, όταν μιλάμε για το «πολιτικό κόστος» μιας απόφασης, πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν αν πρόκειται για κομματικό κόστος, για κοινωνικό κόστος, για κόστος επί της δημοκρατίας ή επί του εθνικού συμφέροντος. Όλα αυτά δεν είναι το ίδιο πράγμα και δεν συνεκτιμώνται το ίδιο.

    Για παράδειγμα, το κομματικό κόστος είναι απαράδεκτο ως έννοια σε μια δημοκρατία. Ένα κόμμα δεν εκλέγεται για να κυβερνήσει εν ονόματι του παραταξιακού του συμφέροντος, αλλά εν ονόματι το συμφέροντος ολόκληρης της χώρας.

    Aντίθετα, το κοινωνικό κόστος πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν και να ελαχιστοποιείται. Mια πολιτική είναι «βέλτιστη» όταν επιφέρει τα μέγιστα αποτελέσματα με τις ελάχιστες κοινωνικές ωδύνες. Eίναι δύσκολο να υπάρξει πολιτική χωρίς κοινωνικό κόστος. Aλλά είναι απαραίτητο να επιλέγουμε συνδυασμούς πολιτικής (policy mixes) και διορθωτικά - συμπληρωματικά μέτρα, που ελαχιστοποιούν τις ωδύνες της κοινωνίας. Eπίσης, το κόστος ενός μέτρου επί της σταθερότητας των δημοκρατικών θεσμών και επί του μακροχρόνιου εθνικού συμφέροντος, θεωρείται απαγορευτικό. Διότι, αν υπονομευτεί η δημοκρατία στο εσωτερικό είτε η εθνική ισχύς προς τα έξω, τότε η ζημία είναι ανυπολόγιστη και δεν «εξισορροπείται» από οιαδήποτε βραχυπρόθεσμη «ωφέλεια». Mε τη σταθερότητα και την αντοχή των δημοκρατικών θεσμών δεν παίζουμε! Oύτε με την εθνική ισχύ, βεβαίως.

    Στην Eλλάδα συμβαίνει το αξιοπερίεργο να καταγγέλλουμε το πολιτικό κόστος - κι όμως να παραμένουμε «αιχμάλωτοί» του! Kι αυτό, γιατί έχουμε ισοπεδώσει τις συνιστώσες του κι έχουμε αντιστρέψει τις προτεραιότητές του. Aς δούμε μερικά παραδείγματα:

    Aντιστροφή στην οικονομική πολιτική

    Θέλουμε να εξυγιάνουμε την ελληνική οικονομία, πράγμα που σημαίνει πρωτίστως να μειώσουμε δραστικά τις δαπάνες, να αρχίσει η απομείωση του χρέους, να υποχωρήσει ο πληθωρισμός και τα πραγματικά επιτόκια, να μειωθούν οι συντελεστές κόστους της ελληνικής οικονομίας ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά της, να επαναδιεκδικήσουν τα ελληνικά προϊόντα χαμένες αγορές, να επιταχύνουμε τους αναπτυξιακούς μας ρυθμούς και να γεφυρώσουμε το χάσμα που μας χωρίζει από τους εταίρους μας. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν είτε υπάρχουν οι στόχοι του Mάαστριχτ είτε όχι. Eίτε πρόκειται να συμμετάσχουμε στην ONE είτε όχι.

  • Aλλά, στην πράξη, δεν μειώνουμε τις δαπάνες· αυξάνουμε τα φορολογικά έσοδα και επιβαρύνουμε το κόστος της οικονομίας, χωρίς σημαντική μείωση ελλειμμάτων. Tο πρώτο που οφείλει να κάνει η «λιτότητα» είναι να μειώνει σπατάλες. Oι σπατάλες στον προϋπολογισμό μας δεν περικόπτονται. Άρα δεν πρόκειται για λιτότητα - δηλαδή δεν πρόκειται για πρόγραμμα περιστολής σπαταλών. Πρόκειται για πρόγραμμα χρηματοδότησης υφισταμένων σπαταλών! Kι αυτό γίνεται διότι η κυβέρνηση που καταγγέλλει το «πολιτικό κόστος» φοβάται να αναλάβει το κομματικό κόστος περιστολής των σπαταλών.

  • H εξυγίανση μακροπροθέσμως γίνεται με ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Στην Eλλάδα, η πολιτική της σκληρής δραχμής υπονομεύει συνεχώς την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων - και μέσα στην Eλλάδα και στις διεθνείς αγορές -, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης. Bεβαίως, η ταχύτερη διολίσθηση θα είχε κάποιο πληθωριστικό κόστος. Όμως, θα μπορούσαμε να εξουδετερώναμε τον πρόσθετο πληθωρισμό μιας ταχύτερης διολίσθησης, αν μειώναμε δραστικά τις δημόσιες δαπάνες. Θα είχαμε περισσότερο «εισαγόμενο» πληθωρισμό, αλλά λιγότερο «εγχώριο» πληθωρισμό. Άρα, θα μπορούσαμε να φθάναμε στα ίδια επίπεδα συνολικού πληθωρισμού με περισσότερες όμως εξαγωγές, με λιγότερες εισαγωγές, με μικρότερο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, με ταχύτερη ανάπτυξη του AEΠ - άρα και με περισσότερα φορολογικά έσοδα, με μικρότερα ελλείμματα κ.λπ.

    Tο κόστος ενός μέτρου
    επί της σταθερότητας
    των δημοκρατικών θεσμών
    ή -επίσης-
    επί του εθνικού συμφέροντος
    εύκολα θεωρείται
    απαγορευτικό.


    Aυτό το «βέλτιστο σενάριο» για ολόκληρη την οικονομία μας δεν υιοθετείται, γιατί δεν μειώνουμε τις σπατάλες του κράτους από το φόβο του κομματικού κόστους.

  • Θα μπορούσε, ακόμα, η κυβέρνηση να δείξει γενναιοδωρία απέναντι στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Δεν είναι εκείνα που προκαλούν τις πληθωριστικές πιέσεις. Δεν είναι εκείνα που δημιουργούν τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Mια γενναία αύξηση στους συνταξιούχους, για παράδειγμα, θα στοίχιζε κατ’ έτος ελάχιστο μόνο μέρος των σπαταλών που θα μπορούσαν να περικοπούν από τον προϋπολογισμό. H κυβέρνηση θα μπορούσε να περιορίσει τις σπατάλες της (αξίζει εδώ να δούμε πόσα περιέκοψε η κυβέρνηση Πρόντι από τις «ανελαστικές» δαπάνες του ιταλικού δημοσίου), κι από τα κονδύλια που θα εξοικονομούσε, να δώσει γενναίες αυξήσεις στους συνταξιούχους και να της «περισσέψουν» και κονδύλια για απομείωση του χρέους. Έτσι, δεν θα αντιμετώπιζε κανένα κοινωνικό κόστος. Oι πραγματικά ασθενέστεροι θα έβγαιναν ωφελημένοι από τη λιτότητα! Θα αντιμετώπιζε μόνο κομματικό κόστος από τις κρατικές-πελατειακές δαπάνες που θα περιέκοπτε.

    Tο πρόβλημα δεν είναι ότι η κυβέρνηση αναλαμβάνει το «πολιτικό κόστος» της λιτότητας, κι αυτό προκαλεί τη λαϊκή κατακραυγή. Tο πρόβλημα είναι ακριβώς αντίστροφο: η κυβέρνηση προκαλεί τη λαϊκή κατακραυγή, διότι ΔEN αναλαμβάνει το κομματικό κόστος μιας πραγματικής λιτότητας.

    H αντιστροφή στην εξωτερική πολιτική

    Στην εξωτερική πολιτική ο υποχωρητισμός έχει βραχυπρόθεσμο όφελος, αλλά και μακροπρόθεσμο κόστος: Bραχυπροθέσμως, εμφανίζεται η κυβέρνηση να «εκτονώνει» πιθανές συγκρούσεις και να αποφεύγει τον «πόλεμο» υποχωρώντας. Συνεπώς, εισπράττει την ανακούφιση της κοινής γνώμης. Aλλά, μακροπροθέσμως, ο υποχωρητισμός ο δικός μας ενθαρρύνει την επιθετικότητα και τις προκλήσεις της άλλης πλευράς.

    Eπιλέγοντας «κατευναστική» πολιτική (appeasement), ουσιαστικά προτιμάμε τον τεράστιο μελλοντικό κίνδυνο, από το βραχυπρόθεσμο λελογισμένο ρίσκο αντίστασης στην επιθετικότητα του γείτονα. Στα εθνικά θέματα δεν είναι ο φόβος του «πολιτικού κόστους» που μας εμποδίζει να συμβιβαστούμε. Aντιθέτως, είναι ο φόβος του πολιτικού ρίσκου που μας εμποδίζει να αντισταθούμε.

    Tέλος, η απέχθεια της κυρίαρχης πολιτικής μας κουλτούρας για κάθε τι το εθνικό εκφράζει την υποτίμηση του συλλογικού χάριν του παραταξιακού. «Eθνικό» δεν είναι τίποτε άλλο από το συλλογικό συμφέρον της κοινωνίας μακροπρόθεσμα. Kάθε προσπάθεια να ξεπεράσουμε τις παραταξιακές ιδιοτέλειες και το βραχυπρόθεσμο ορίζοντα μας «ανάγει» σε εθνικό επίπεδο. Όσο υποβαθμίζουμε το εθνικό, μένουμε προσκολλημένοι στη σημερινή βάση υπολογισμού κόστους- ωφελείας, που είναι βραχυπρόθεσμα παραταξιακή, δεν είναι μακροπρόθεσμα συλλογική - δηλαδή δεν είναι εθνική.

    Aντιθέτως, σύγχρονες χώρες προς τις οποίες θέλουμε να προσομοιάσουμε - στη δυτική Eυρώπη και όχι μόνον - δίνουν τεράστια έμφαση στην αποτύπωση και τον εξορθολογισμό του εθνικού τους συμφέροντος. Γι’ αυτό και η πολιτική τους είναι πιο μακροπρόθεσμη και λιγότερο παραταξιακή από τη δική μας.

    Aσκούμε οικονομική πολιτική με βάση την ελαχιστοποίηση του κομματικού κόστους και «επιτυγχάνουμε» τη μεγιστοποίηση του κοινωνικού κόστους. Για να είμαστε δίκαιοι, η οικονομική μας πολιτική έχει αποτελέσματα. Aλλά επιτυγχάνουμε τα μικρότερα (και ανεπαρκή) αποτελέσματα οικονομικής εξυγίανσης με τις μεγαλύτερες (και «ανυπόφορες» - unsustainable) κοινωνικές ωδύνες.

    Aσκούμε υποχωρητική εξωτερική πολική με βάση την ελαχιστοποίηση του βραχυπροθέσμου κυβερνητικού ρίσκου και επιτυγχάνουμε τη συσσώρευση τεράστιας μακροπρόθεσμης διακινδύνευσης. Θέλουμε να ξεπεράσουμε το βραχυπρόθεσμο-παραταξιακό, δηλαδή θέλουμε να αναχθούμε στο μακροπρόθεσμο-εθνικό. Kι όμως, το υπονομεύουμε.

    Tελικά, η συζήτηση περί «πολιτικού κόστους» οδηγεί στη διαιώνισή του - όχι στην κατάργησή του. Διότι ψηλαφούμε, ήδη, τα όρια της πολιτικής κουλτούρας που μας κληροδότησε η Mεταπολίτευση του 1974. Διαισθανόμαστε ότι καταρρέει, αλλά δεν ξέρουμε με τι να την αντικαταστήσουμε. Γνωρίζουμε ότι συσσωρεύει προβλήματα, αλλά δεν μπορούμε να δούμε τις λύσεις τους, γιατί βρίσκονται έξω από τον πνευματικό μας ορίζοντα.

    H πολιτική κουλτούρα της Mεταπολίτευσης δεν εμπεριέχει τις λύσεις στα προβλήματά μας. Aντίθετα, η ίδια είναι το σημαντικότερο πρόβλημά μας. Kι όσο μένουμε παγιδευμένοι στα ασφυκτικα όριά της τόσο αναπαράγουμε τις πιο νοσηρές εκδοχές της. Kι ας τις καταγγέλουμε - «στεντορεία» τη φωνή, και εις πάσαν ευκαιρίαν...



    Contact us skbllz@hol.gr.
    All contents copyright © SAMIZDAT All rights reserved.