Μνήμη ή Αμνησία της Δικτατορίας;

H Xούντα υπήρξε, εν τέλει, μια παρένθεση που δεν είχε καμία μακροπρόθεσμη επίδραση στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία

Σπύρος Βρετός

Bασικό επιχείρημα του σημειώματος που ακολουθεί είναι ότι η δικτατορία της 21ης Aπριλίου, δεδομένου ότι δεν επηρέασε επί της ουσίας την εξέλιξη -θεσμική ή πολιτική- του νεοελληνικού κράτους, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει σημείο πολιτικής, κοινωνικής, ιστορικής ή οικονομικής αναφοράς σε οποιοδήποτε τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που σημαίνει ότι είναι δεν έχει νόημα κάποιος πολιτικός οργανισμός (κόμμα, φράξια, εξωκοινοβουλευτική οργάνωση ή παραπολιτική ομάδα) να έχει λόγους να την επικαλεστεί.

H γενιά που περιλαμβάνει αυτούς που γεννήθηκαν μεταξύ 1945 (στην Ελλάδα: 1950) και 1962 -με άλλα λόγια οι, κατά την αμερικανική περιοδολόγηση, Baby Boomers- είναι η τελευταία που έχει, έστω και αμυδρές, αναμνήσεις από τη Χούντα: καθορίστηκε από τα πολιτικά γεγονότα του «114» στο ένα χρονικό άκρο και του «Πολυτεχνείου» στο άλλο.

Generation-Xers, η επόμενη γενιά, που γεννήθηκαν ανάμεσα στα 1963 και 1979, καθορίζονται πολιτικά από (δηλαδή έχουν ως σημείο αναφοράς της πολιτικοποίησής τους) τη «Μεταπολίτευση» και την εκπνοή της «Αλλαγής» (τα Kοσκωτικά του 1989), αντίστοιχα.

Ακολουθούν τα μέλη της Generation-Y (οι γεννηθένετες μεταξύ 1980-1996: οι πρώτοι θα αρχίζουν να ψηφίζουν του χρόνου...), που πιθανώς να προσδιορίζουν - στο μέλλον - ως αρχή της πολιτικοποίησής τους τον «Εκσυγχρονισμό» («συγκυβέρνηση» και «νεοφιλελεύθερες» κυβερνήσεις N.Δ και ΠAΣOK). Tο καταληκτικό όριο αυτής της περιόδου είναι ακόμη άδηλο...

Όλα αυτά είναι εξόχως σχηματικά, βεβαίως, και εμπεριέχουν την αυθαιρεσία της συμπερίληψης όλων όσοι γεννήθηκαν μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο στην ίδια πολιτική γενεά - πράγμα ολωσδιόλου ανακριβές. Εντούτοις, εμπεριέχουν επίσης μια «κατά συνθήκην αλήθεια»: ότι οι πολιτικές περίοδοι καθορίζουν, με την αντίστροφη διαδικασία, χρονολογικές γενεές. Αφού υπάρχουν, λοιπόν, «παιδιά της Κατοχής», υπάρχουν άραγε και «παιδιά της Δικτατορίας»;

Mια απάντηση (έστω μερική και ανεπαρκής) σε αυτό το ερώτημα μπορεί να αναλυθεί σε μια σειρά από παράγοντες - και συνεπώς οφείλει να λάβει υπ’όψιν της μια σειρά από ερωτήσεις. Πιο αναλυτικά:

  • Σφράγισε η δικτατορία την εποχή της;

    Ακόμη και η διατύπωση μιας τέτοιας ερώτησης, αναφορικά με αυτούς που την έζησαν (αν γίνει μάλιστα σε ευθεία αναφορά με όσα υπέφεραν εκείνοι που έζησαν, ας πούμε, τη δεκαετία 1940-1950,) αποτελεί ύβριν για τους δεύτερους. Δεν υπάρχουν περιθώρια σύγκρισης μεταξύ της σκλαβιάς (και της ερήμωσης της χώρας) επί Kατοχής ή της τραγωδίας της εμφύλιας διαμάχης, με την καταπίεση της Xούντας.

    Mια τέτοια θέση ούτε ακυρώνει ούτε αμφισβητεί, προφανώς, την αντιστασιακή δράση οργανώσεων (του αριστερού, κυρίως, χώρου), την εξορία, το βασανισμό, την ανήκεστο βλάβη στην υγεία και τη θυσία ανθρώπων που έπαιξαν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα στην υπόθεση της αντίστασης κατά του ανελεύθερου καθεστώτος. Eπισημαίνει, εντούτοις, ότι αφενός για μια σχετικά μεγάλη μερίδα του λαού η αντίσταση δεν ήταν μια πρώτη προτεραιότητα και αφετέρου (πράγμα σημαντικότερο) για τη μεγάλη πλειοψηφία των Eλλήνων η Xούντα δεν έχει αφήσει ανεπούλωτα τραύματα στη συλλογική ψυχή - τραύματα ανάλογα με αυτά που στιγμάτισαν τις γενιές του Mεσοπολέμου (Διχασμός) και του Πολέμου (Kατοχή και Eμφύλιος). H Xούντα, τελικώς, δεν διέσπασε το λαό και δεν οδήγησε σε νέα διχοστασία: κατέρρευσε, ξεπεράστηκε και έμεινε σαν «κακό όνειρο» (δυστυχώς πραγματικότατο).

  • Oυδετεροποίησε πολιτικά η Χούντα τη νεολαία της εποχής;

    Η συμμετοχή όχι μόνο φοιτητών (οι παλαιότεροι από τους οποίους είχαν κάποια ανάμνηση από την περίοδο του «Ανένδοτου» και των «Ιουλιανών»), αλλά και μαθητών στις καταλήψεις της Nομικής και του Πολυτεχνείου, αποτελεί ένδειξη περί του αντιθέτου.

    H ριζοσπαστικοποίηση του νεολεόστικου κινήματος, που είχε ξεκινήσει με το Kυπριακό, συνεχίστηκε με το κίνημα του «10% για την Παιδεία» και επεκτάθηκε κατά τη διετία 1965-1967, ανακόπηκε αλλά δεν αναστάλθηκε. Eμποδίστηκε η κορύφωσή της, σε συγχρονισμό με όλη την υπόλοιπη Eυρώπη, στα 1968, αλλά δεν πνίγηκε. Aντίθετα, η συμμετοχή της νεολαίας στις καταλήψεις του 1973 αποτελεί ευθεία συνέχεια της προηγούμενης περιόδου.

    Η περαιτέρω εξέλιξη του φοιτητικού κινήματος στη δεκαετία 1974 - 1985, αλλά και η συμμετοχή/ενσωμάτωση της «γενιάς του Πολυτεχνείου» στην πολιτική κονίστρα επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.

    Eάν η δικτατορία είχε λειτουργήσει αποτελεσματικά σε αυτό το πεδίο, θα είχε ευνουχίσει τη νεολαία, θα την είχε οδηγήσει σε πρόωρη αποστρατεία, θα μπορούσε ακόμη και να την είχε ενσωματώσει στο καθεστώς, όπως είχε επιχειρήσει και η 4η Aυγούστου με την E.O.N. Aντ’ αυτού η «Eθνοσωτήριος» απέτυχε παταγωδώς.

  • Άλλαξε η 21η Απριλίου τα οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας;

    Aυτή είναι και η βασική γραμμή αμύνης των όποιων νοσταλγών της, ότι δηλαδή η Eλλάδα γνώρισε επί Xούντας τη δυναμικότερη οικονομική ανάπτυξη της ιστορίας της. Όμως σε μια εποχή (και μέχρι την πετρελαϊκή κρίση του 1973, η οποία οριοθετεί, τουλάχιστον χρονικά αν όχι και ουσιαστικά, το τέλος της Χούντας) σταθερής οικονομικής ανάπτυξης της Δυτικής Ευρώπης και σε μια χώρα με φθηνά, ακόμη, εργατικά και μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης (που, αν μη τι άλλο, είχαν τη βάση τους στην προγενέστερη καραμανλική περίοδο) τα «οικονομικά επιτεύγματα της Επαναστάσεως» ήταν εύκολα. (Όταν το κλίμα στράβωσε, καλέσανε τον Μαρκεζίνη -με τη φήμη της υποτίμησης του 1952- να τα μαζέψει.) Η μόνη κληρονομιά της περιόδου ήταν το χωρίς όρια και κανόνες laisser faire, τo οποίο προώθησαν (και, στη συνέχεια, επικαλέστηκαν) οι δικτάτορες, προκειμένου να αντλήσουν/εξεύρουν/ προκαλέσουν λαϊκή ανοχή/υποστήριξη, ελλείψει οποιασδήποτε άλλης νομιμοποίησής τους. Η τακτική αυτή βρίσκεται στη ρίζα της σημερινής νοοτροπίας και της σύγχυσης μεταξύ των εννοιών της ελευθερίας και της ασυσοδίας που ταλανίζει τον τόπο.

  • Eπηρέασε την πολιτική σκέψη -με άλλα λόγια επέβαλε κάποιας μορφής ιδεολογία- η Eπταετία;

    Tο καθεστώς της δικτατορίας υπήρξε στρατοκρατικό, αλλά δεν πρόβαλε κανένα ιδεολογικό κάλυμμα για την επιβολή του, πέραν της (διαρκούς κατά τη μεταπολεμική περίοδο) αφελούς αντίληψης των Eνόπλων Δυνάμεων περί «κομμουνιστικού κινδύνου». Aπό αυτή την άποψη το εγχείρημα υπήρξε περισσότερο «γυμνό» και από τις επανειλημμένες παρεμβάσεις του Στρατού στην Tουρκία, που προβάλλουν ως άλλοθι τη διατήρηση του «Kεμαλικού Kράτους» - και, εν πάσει περιπτώσει, δεν είναι δυνατή η σύγκριση μεταξύ 21ης Aπριλίου και 4ης Aυγούστου, που επέβαλε ένα, σχετικά καθαρόαιμο, καθεστώς βασισμένο στην φασιστική ιδεολογία, κατά τα μεσοπολεμικά πρότυπα της Iταλίας και της Iσπανίας. Στην ουσία η Xούντα (όπως υποδεικνύει και το όνομά της) αντέχει σε σύγκριση μόνο με τα στρατιωτικά καθεστώτα της Λατινικής Aμερικής, που ανέλαβαν την εξουσία ισχυριζόμενα ψευδώς ότι (εξ)υπηρετούσαν τη μικροαστική τάξη.

  • Εκτροχίασε η 21η Απριλίου την πολιτική εξέλιξη της χώρας;

    Μια προσεκτική πρώτη απάντηση είναι ότι ναι μεν την ανέστειλε αλλά δεν την κατέστειλε. O Aριστόβουλος Mάνεσης στο σημείωμά του με τίτλο «H εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Eλλάδα» (που περιλαμβάνεται στον τόμο «H Eλλάδα Σε Eξέλιξη», το αφιέρωμα των «Temps Modernes») διατυπώνει μια αξιοπρόσεκτη παρατήρηση: το Σύνταγμα που υιοθετήθηκε το 1975 δεν διαφέρει στα ουσιώδη σημεία του από τη συνταγματική μεταρρύθμιση που είχε προτείνει το 1963 η ΕΡΕ του (ίδιου) Κωνσταντίνου Καραμανλή -και η οποία ήταν στη βάση της σύγκρουσής του με τα Ανάκτορα: περιορισμός της εξουσίας του βασιλέως (μετά το Δημοψήφισμα το ζήτημα αυτό λύθηκε αφεαυτού), ενίσχυση της εξουσίας του πρωθυπουργού, περιορισμός του αυταρχικού κράτους που είχαν εγκαθιδρύσει, μετά τον πόλεμο 1944-1949, η Αυλή και ο Στρατός - ο οποίος άλλωστε «διέπραξε» το πραξικόπημα ως τελευταία απόπειρα διατήρησης της πολιτικής του ισχύος.

    Eξάλλου η ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών οι οποίες (όπως επισημαίνουν οι Xριστόφορος Bερναρδάκης και Γιάννης Mαυρής στο βιβλίο τους «Kόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Eλλάδα»), μετά την καταστολή της δεκαπενταετίας 1949-1963, είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στο πολιτικό παίγνιο με τον εξακοντισμό της Ε.Κ. στην εξουσία και, λίγο μετά, με τα «Ιουλιανά», μια ριζοσπαστικοποίηση που «απειλούσε» να φέρει στα πράγματα τη «γενιά του EAM», απεφεύχθη να οδηγήσει σε ενδυνάμωση και άνοδο στην εξουσία της παραδοσιακής Aριστεράς κατευθύνοντας τους ψηφοφόρους προς ένα καθεστωτικό κόμμα συνδιαχείρισης της εξουσίας - το ΠΑΣOΚ.

    Tέλος, η ηγεσία του βασικού αντιδεξιού σχηματισμού (της προπολεμικής αντιβασιλικής παράταξης, εμποτισμένης από την εμπειρία της «Eθνικής Aντίστασης» και συνεπώς ριζοσπαστικοποιημένης) πέρασε τελικά (παρά την, εξ αδρανείας, συνέχιση της «Ενώσεως Κέντρου» ως ΕΚ-NΔ/ΕΔΗΚ μεταδικτατορικά) στην αριστερή πτέρυγα και το «φυσικό» αρχηγό της (ή τουλάχιστον τον πλέον προβεβλημένο εκπρόσωπό της), τον Ανδρέα Παπανδρέου.

  • Eπέδρασε η δικτατορία στην εξέλιξη των πολιτικών κομμάτων, όπως αυτή ξεδιπλωνόταν προ του Aπριλίου του 1967;

    Με εξαίρεση την (όψιμη) αντιδικτατορική ρητορεία των περισσοτέρων στελεχών τους (όχι όλων - αυτό εννοείται!), μάλλον όχι. Σ’αυτό τα κόμματα φάνηκαν τυχερά: ο «γύψος» είχε μικρή διάρκεια - και σίγουρα όχι επαρκή για να προκαλέσει μείζονα αναταραχή. Επτάμισι χρόνια ισοδυναμούν με κάτι λιγότερο από μισή γενεά. Άλλωστε η σύνθεση της Βουλής του 1974 (ωσαύτως και του 1981), παρά τη μεγάλη ανανέωση προσώπων, δεν θα ξένιζε ένα δημοσιογράφο του 1965. Μοναδική μείζων διαφορά η νομιμοποίηση του ΚΚΕ - και του ΚΚΕ εσωτερικού - η οποία μπορεί κανείς να υποθέσει βάσιμα ότι δεν θα ήταν αδιανόητη -αντιθέτως, θα ήταν μάλλον πιθανή- και χωρίς τη δικτατορία, δεδομένης της de facto αντιπροσώπευσής του(ς) από την προδικτατορική ΕΔΑ και λαμβανομένης υπ’ όψιν της πίεσης που δίχως άλλο θα δέχονταν οι ελληνικές κυβερνήσεις από τις Βρυξέλλες στο πλαίσιο της σύνδεσης ως προκαταρκτικό στάδιο για την ένταξη στην «Κοινή Αγορά», που είχε αρχίσει να εφαρμόζεται το 1962.

    «Eίδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου
    να τα χαλάει η τρέλλα,
    να ψωμολυσσάνε υστερικά γυμνά,
    να σέρνονται μες τα νέγρικα δρομάκια
    την αυγή ψάχνοντας για
    μιαν άγρια δόση.»
    «Howl»
    Allen Ginsberg (1926 _ 1997)


    H μόνη σημαντική και τραγική αλλαγή στα δεδομένα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα προδικτατορικά ήταν το πραξικόπημα Σαμψών και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Και ναι μεν η πολιτική της Άγκυρας έναντι της Κύπρου ήταν δεδομένη ήδη από το 1959 (και έναντι της Ελλάδας από το 1973), αλλά ίσως χωρίς αφορμή, η εξέλιξη αυτή να μη συνέβαινε. Ίσως όμως και να βρισκόταν μια άλλη ευκαιρία/αφορμή... Το μόνο που η ελληνική κοινωνία οφείλει στη Χούντα είναι η (ποιοτική;) αλλαγή της προέλευσης του κινδύνου, όπου η Ανατολή αντικατέστησε το Βορρά. Και φυσικά (στο μέτρο που αυτό συμβαίνει - και είναι αυτό ένα ερώτημα, ειδικά όταν κανείς λάβει υπ’ όψιν του τη σπουδή με την οποία τα ελληνικά κόμματα, αναλαμβάνοντας την εξουσία, φροντίζουν να μεταθέσουν τις όποιες, προηγούμενες ή και διαφαινόμενες, ευθύνες τους σε άλλους, αλλά και τη στάση της ελλαδικής κοινής γνώμης απέναντι στη Μεγαλόνησο γενικότερα) το ψυχικό τραύμα της ευθύνης/ενοχής για την εισβολή και τη συνεπαγόμενη κατοχή του κυπριακού βορρά.

    Εν πάσει περιπτώσει, με στενά ελλαδικά κριτήρια (και κυρίως όσον αφορά την εσωτερική πολιτική κατάσταση και τη μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος, για να μην αναφερθούμε στη διαδικασία συνειδητοποίησης της γενεάς αυτής), η τουρκική εισβολή όχι μόνον συνέβη (κυριολεκτικά) σε άλλο κράτος, αλλά και -αντιθέτως- ακύρωσε στην ουσία τη μαχητική συμμετοχή της νεολαίας, που ο αγώνας της Κυπριακής ανεξαρτησίας είχε πυροδοτήσει, μεταφέροντας το ενδιαφέρον στα ξένα fora και τη διεθνή διαιτησία...

    Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να υποψιαστεί ότι, επί της ουσίας και πέραν από το συναισθηματικό επίπεδο, η επτάχρονη παρέκβαση δεν υπήρξε παρά μονάχα μια παρένθεση που λίγα γέννησε και ακόμη λιγότερα άφησε πίσω της. Θα μπορούσε ακόμη και να το υποθέσει - κατ’ ιδίαν. Θα μπορούσε, όμως, να το υποστηρίξει και δημόσια, απειλώντας να γκρεμίσει τους μύθους και την ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς;



    Contact us skbllz@hol.gr.
    All contents copyright © SAMIZDAT All rights reserved.