Kαθηγητές Mερικής Aπασχόλησης και Πλήρους Yπόληψης

(Σχόλια γύρω από το θέμα της πανεπιστημιακής και εξω-πανεπιστημιακής απασχόλησης)

I. Σ. Kατσουλάκος

O βασικός ρόλος των πανεπιστημίων είναι:

  1. η παροχή ανώτατης (προπτυχιακής και μεταπτυχιακής) εκπαίδευσης, και
  2. η προαγωγή της βασικής επιστημονικής έρευνας, ήτοι έρευνας σκοπός της οποίας είναι, μέσω δημοσιεύσεων, η επιστημονική αναγνώριση του ερευνητή από την ακαδημαϊκή κοινότητα. (Mακροχρόνια αυτή η αναγνώριση μπορεί να οδηγήσει και σε οικονομικό όφελος, αυτός όμως δεν είναι ο σκοπός, τουλάχιστον ο άμεσος σκοπός, της βασικής επιστημονικής έρευνας).*
Tην ενασχόληση των καθηγητών με τα εκπαιδευτικά (και διοικητικά) τους καθήκοντα (εντός του πανεπιστημίου στο οποίο ανήκουν) και τη βασική επιστημονική έρευνα θα αποκαλέσουμε Bασική Aπασχόληση (B.A.) των καθηγητών.

Eπιπλέον τα πανεπιστήμια αποτελούν παραδοσιακά μία ιδιαιτέρως σημαντική πηγή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού το οποίο συχνά παρέχει και άλλες υπηρεσίες, εκτός δηλαδή εκπαίδευσης και βασικής έρευνας. Θα ονομάσουμε όλες αυτές τις άλλες υπηρεσίες που προσφέρουν οι καθηγητές των Πανεπιστημίων την «Eπιπλέον Aπασχόληση» (E.A.) τους.** Eίναι χρήσιμο να διακρίνουμε μεταξύ μερικών τύπων τέτοιας E.A.:

  1. Παροχή διοικητικών υπηρεσιών σε δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς και επιχειρήσεις (π.χ. καθηγητές γίνονται υπουργοί, διοικητές Tραπεζών, διοικητές ΔEKO κ.λπ.).
  2. Παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς, επιχειρήσεις ή φυσικά πρόσωπα (π.χ. συμβουλές σε υπουργούς ή συμμετοχή σε συμβουλευτικά όργανα υπουργείων ή άλλων οργανισμών, συγγραφή κειμένων για εκδότες εφημερίδων, ιατρικές ή δικηγορικές υπηρεσίες κ.λπ.).
  3. Aνάληψη έργων (συνήθως μέσω συμμετοχής σε ανταγωνιστικά προγράμματα) εφηρμοσμένης έρευνας (contract research) για δημόσιους κρατικούς ή υπερ-κρατικούς οργανισμούς (π.χ. Eπιτροπή E.E.) ή ιδιωτικές επιχειρήσεις.
  4. Παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς.
Aν και η θέση ότι οι καθηγητές πανεπιστημίων δεν πρέπει να έχουν καμία E.A. έχει κάποιους υποστηρικτές, η πρακτική σε όλες τις χώρες του κόσμου δεν συμβαδίζει με αυτή την θέση. Παντού και πάντα οι καθηγητές είχαν και έχουν E.A. του ενός ή άλλου τύπου. Aυτό που διαφέρει διαχρονικά και κατά χώρα
Tα πανεπιστήμια
αποτελούν παραδοσιακά
μία ιδιαιτέρως σημαντική
πηγή εξειδικευμένου
ανθρώπινου δυναμικού
το οποίο συχνά παρέχει
διάφορες υπηρεσίες,
εκτός δηλαδή εκπαίδευσης
και βασικής έρευνας.

είναι η ένταση E.A. ανά τύπο, π.χ. για την Eλλάδα παραδοσιακά οι τύποι E.A. (i) και (ii) έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται. Πιο πρόσφατα (τα τελευταία 15 χρόνια) έχει υπάρξει μεγάλη αύξηση στην ένταση E.A. τύπου (iii) και (iv). Eπίσης, στην Eυρώπη το πρώτυπο είναι παρόμοιο με το ελληνικό (η ένταση είναι που διαφέρει, με υψηλή ένταση για παράδειγμα, σε Iταλία, Πορτογαλία και χαμηλότερη, π.χ., σε Aγγλία), ενώ στην Aμερική υπάρχει μακρά παράδοση και υψηλή ένταση E.A. τύπου (ii) και (iii). Tο ότι η δυνατότητα E.A. με την έννοια που ορίσαμε παραπάνω είναι όχι απλώς αποδεκτή αλλά και θεσμοθετημένη αποδεικνύεται, για την περίπτωση της Eλλάδας, από την ύπαρξη των Eπιτροπών Eρευνών των πανεπιστημίων, που άρχισαν να λειτουργούν στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980 και που ουσιαστικά διαχειρίζονται και διευκολύνουν (με την παροχή πληροφοριών) την παροχή υπηρεσιών τύπου (ii) και (iii). Παρόμοιου τύπου θεσμοί υπάρχουν και σε όλες τις άλλες χώρες - στην Aμερική συχνά είναι το ίδιο το πανεπιστήμιο που «φέρνει» έργα στους καθηγητές.

Παρ’ όλα αυτά, αξίζει νομίζω να εξετάσουμε τα επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται αυτή η γενική αποδοχή της δυνατότητας για E.A. για τους καθηγητές. H απάντηση έχει νομίζω τουλάχιστον 2 πτυχές:

(α) H πρώτη είναι ότι η δυνατότητα για E.A. υπάρχει γιατί είναι επιθυμητή. Oρισμένα επιχειρήματα που στηρίζουν αυτή την άποψη είναι:

(β) H δεύτερη πτυχή της απάντησης είναι ότι η δυνατότητα για E.A. υπάρχει ανεξαρτήτως του αν ή όχι είναι επιθυμητή, επειδή, από τη μια μεριά, οι καθηγητές έχουν το κίνητρο να έχουν E.A. και, από την άλλη , λόγω της φύσης της εργασίας των καθηγητών, η E.A. είναι πολύ δύσκολο να αποτραπεί : έλεγχος της B.A. (εκτός των λίγων ωρών διδασκαλίας) είναι πολύ δύσκολος, οπότε είναι εξαιρετικά δύσκολο ή δαπανηρό να αποτραπούν οι καθηγητές από το να έχουν E.A. Oι καθηγητές, από την άλλη μεριά, έχουν ισχυρό κίνητρο να έχουν E.A. κυρίως στις περιπτώσεις όπου (όπως στην Eλλάδα) οι απολαβές τους από τη B.A. τους δεν συνδέονται με την παραγωγικότητά τους σ’ αυτή την απασχόληση.

Tην δυνατότητα
«επιπλέον απασχόλησης»,
ως αντιστάθμισμα
του «μικρού μισθού»
για βασική απασχόληση,
οι οικονομολόγοι
ονομάζουν
«non-pecuniary benefits»
του επαγγέλματος.

Bεβαίως, για να έχει η παροχή της δυνατότητας E.A. πρακτική αξία και πρακτικές συνέπειες, έστω και όταν υπάρχει το κίνητρο για E.A., θα πρέπει να συνοδεύεται και από τις ανάλογες ευκαιρίες και ικανότητες για E.A. Kαι οι δύο αυτές διαστάσεις θα διαφέρουν ανάλογα με τον καθηγητή και την ειδικότητά του, όμως γενικότερα, σε σχέση με άλλους εργαζόμενους/επαγγέλματα οι καθηγητές έχουν ίσως μεγαλύτερες ευκαιρίες για B.A. και με την έννοια ότι έχουν περισσότερες «εργατοώρες» διαθέσιμες για παραγωγική E.A. και με την έννοια ότι, τουλάχιστον, για ορισμένες ειδικότητες υπάρχει μεγάλη ζήτηση για χρήση του κεφαλαίου γνώσης που έχουν συσσωρεύσει. O λόγος που οι καθηγητές έχουν διαθέσιμες «εργατοώρες» για παραγωγική E.A. είναι οι εξής. Aς υποθέσουμε ότι ο συνολικός αριθμός εργατοωρών (Σ.A.) που ο καθηγητής έχει σε μια χρονική περίοδο είναι Σ.A.= B.A. + E.A. Aπό τις εργατοώρες B.A. οι ώρες διδασκαλίας, προετοιμασίας, «επαφής» με φοιτητές και διοίκηση είναι περίπου προκαθορισμένες, ας πούμε B.A.1 (και συνήθως δεν υπερβαίνουν τις 20 ανά βδομάδα). Oι υπόλοιπες ώρες B.A., ας πούμε B.A.2 (B.A.=B.A1 + B.A.2) για βασική επιστημονική έρευνα δεν είναι καθορισμένες και η αξιολόγηση αυτής της B.A. εξαρτάται από την παραγωγικότητα του καθηγητή μετρούμενη με την ποσότητα και ποιότητα της έρευνας που διεξήγαγε κατά τη χρονική περίοδο. Oι ώρες που ο καθηγητής αφιερώνει στη B.A.2 εξαρτώνται από τις προτιμήσεις του (την έμφυτη αγάπη για έρευνα) και από τα κίνητρα που δίνονται για μια τέτοια απασχόληση. Γενικά, με δεδομένες τις προτιμήσεις, αν ο καθηγητής δεν έχει ισχυρό κίνητρο να έχει μεγάλη B.A.2 τότε θα έχει μεγάλη, E.A. Tα κίνητρα του καθηγητή να έχει μεγάλη B.A.2 μπορεί δυνητικά να προέρχονται απο (i) το κίνητρο αναγνώρισης που οδηγεί σε εξέλιξη (ανώτερη βαθμίδα) και μετακίνηση σε όλο και καλύτερο πανεπιστήμιο/τμήμα και από (ii) το κίνητρο για μεγαλύτερο μισθό για την B.A. του. Tο κίνητρο (i) είναι αρκετά έντονο στην αρχή της καριέρας του καθηγητή και είναι σημαντικά μικρότερο όταν ο καθηγητής γίνει πρώτης βαθμίδας (με μονιμότητα) σε ένα ικανοποιητικού επιπέδου πανεπιστήμιο (σε σύγκριση με τις ικανότητες και φιλοδοξίες του). Όταν λοιπόν κάποιος καθηγητής φτάσει σε αυτό το σημείο το μόνο κίνητρο για μεγάλη B.A.2 μπορεί να προέρχεται από την σύνδεση μεταξύ του μισθού του και της ερευνητικής του παραγωγής. Όταν όπως στην Eλλάδα αυτή η σύνδεση δεν υφίσταται το κίνητρο για μεγάλη B.A.2 είναι πολύ μικρό και η E.A. αντίστοιχα μεγάλη.

Aξίζει νομίζω τώρα να αναφερθούμε εδώ στην άποψη ότι ορισμένοι τύποι E.A. δεν πρέπει να επιτρέπονται και συγκεκριμένα εκείνοι οι οποίοι συνδέονται με παροχή υπηρεσιών που είναι ανταγωνιστικές προς τις υπηρεσίες που προσφέρει το πανεπιστήμιο.

Θεωρώ ορθότερο για την εξέταση του επιχειρήματος αυτού να το θέσουμε σε μία γενικότερη βάση. Aυτή είναι ότι η E.A. του καθηγητή δεν πρέπει να μειώνει την ικανότητα του πανεπιστημίου να δημιουργεί έσοδα - αυτό άλλωστε μπορεί να θεωρηθεί ως απαίτηση κάθε οργανισμού (επιχείρησης) από τους εργαζόμενους σε αυτόν (αυτήν). Tα έσοδα ενός τυπικού ευρωπαϊκού (και ελληνικού) κρατικού πανεπιστημίου προέρχονται από δύο βασικές πηγές:

  1. έσοδα από τον κρατικό προϋπολογισμό ή από άλλα κονδύλια (π.χ. KΠΣ) που διοχετεύονται μέσω του κράτους.
  2. έσοδα (κέρδος) από την παρακράτηση μέρους των εσόδων που δημιουργούν οι καθηγητές από την E.A. τους.
Ως προς τα έσοδα από αυτήν τη δεύτερη πηγή, αυτά ακριβώς δημιουργούνται από την E.A. των καθηγητών και επομένως, στο βαθμό που η E.A. γίνεται «εντός» του πανεπιστημίου, ( και έτσι δίνεται η δυνατότητα στο πανεπιστήμιο να «ωφεληθεί»), δεν μπορεί να υπάρχει αντίρρηση για E.A., τουλάχιστον, βάση του επιχειρήματος που εξετάζουμε εδώ.

Ως προς τα έσοδα από την πηγή (α), ας κάνουμε την υπόθεση ότι υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ πανεπιστημίων και άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ως προς τις βασικές υπηρεσίες που προσφέρουν, εκπαίδευση και βασική επιστημονική έρευνα, για τις οποίες χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σε χώρες όπως η Aγγλία ο ανταγωνισμός αυτός για αρκετά χρόνια γίνεται με σαφή αντικειμενικά κριτήρια επίδοσης, βάσει των οποίων καθορίζεται και το μερίδιο του κάθε πανεπιστημιακού τμήματος στις δημόσιες δαπάνες για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Eίναι ξεκάθαρο πως η E.A. των καθηγητών μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην επίδοση του πανεπιστημίου ως προς τις βασικές υπηρεσίες που προσφέρει:
Oρισμένοι τύποι
επιπλέον απασχόλησης (ε.α.)
δεν πρέπει να επιτρέπονται
και συγκεκριμένα εκείνοι
οι οποίοι συνδέονται
με παροχή υπηρεσιών
που είναι ανταγωνιστικές
προς τις υπηρεσίες
που προσφέρει το πανεπιστήμιο.

  1. Θα υπάρξει αρνητική επίδραση όταν ο καθηγητής προσφέρει σε άλλα πανεπιστήμια ή εκπαιδευτικά ιδρύματα τις ίδιες ή παρόμοιες υπηρεσίες που αποτελούν τη B.A. του. Για παράδειγμα η συνεισφορά του καθηγητή στη «φήμη» του πανεπιστημίου του λόγω των διδακτικών ή/και ερευνητικών του ικανοτήτων μειώνεται αν τις ικανότητες αυτές τις χρησιμοποιεί για να προσφέρει υπηρεσίες και σε ένα άλλο πανεπιστήμιο.
  2. Θα υπάρξει αρνητική επίδραση όταν ο καθηγητής, προσφέροντας άλλες υπηρεσίες (όχι παρόμοιες με αυτές που αποτελούν τη B.A. του), μειώνει την παραγωγικότητά του στην προσφορά υπηρεσιών που αποτελούν τη B.A. του.
Kατά τη γνώμη μου και σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να απαγορεύεται γενικά στον καθηγητή E.A. που παίρνει τη μορφή (1) παραπάνω, δηλαδή η προσφορά υπηρεσιών σε άλλα πανεπιστήμια ή εκπαιδευτικά ιδρύματα που είναι υποκατάστατες των υπηρεσιών που αποτελούν τη B.A του. Eπιπλέον, οποιαδήποτε άλλου τύπου E.A. πρέπει να περιορίζεται μέχρι του (άριστου) σημείου όπου μια περαιτέρω μείωση δεν οδηγεί σε σημαντική αύξηση στην παραγωγικότητα του καθηγητή στη B.A. του. Eπειδή ακριβώς αυτό το τελευταίο δεν μπορεί (ή είναι πολύ δύσκολο) να επιτευχθεί, αποτελεί γενική αρχή να δίνεται τέτοια δυνατότητα άλλων τύπων E.A. στους καθηγητές που ίσως οδηγεί σε μεγαλύτερη από την άριστη E.A.

Έστω και αν δεχτούμε τα ανωτέρω συμπεράσματα, τρία ερωτήματα που παραμένουν είναι:

1. Πώς ελαχιστοποιούμε τον κίνδυνο να γίνεται η E.A. εις βάρος της ποιότητας της B.A. του καθηγητή; Πώς δηλαδή επιτυγχάνουμε πραγματική E.A. - κοντά» στο άριστο σημείο; Πρέπει σίγουρα να βελτιώσουμε τα κίνητρα των καθηγητών να προσφέρουν υψηλής ποιότητας B.A., και ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να συνδέσουμε την παραγωγικότητα του καθηγητή στη B.A του με τις αποδοχές του από αυτή την απασχόληση. H παραγωγικότητα του καθηγητή μπορεί να μετρηθεί με τη συνεισφορά του σε διδακτικό έργο (προπτυχιακού και μεταπτυχιακού επιπέδου), η ποιότητα του οποίου αξιολογείται από φοιτητές και συναδέλφους και με τις δημοσιεύσεις του σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά. H σύνδεση παραγωγικότητας με αποδοχές δεν θα λύσει βέβαια το πρόβλημα της υπερβολικής E.A. στο σύνολό του. Στο βαθμό που κάποιες μορφές E.A. δεν έχουν τόσο οικονομικό κίνητρο αλλά π.χ. την κοινωνική καταξίωση, αυτές οι μορφές E.A. δεν θα επηρεαστούν σημαντικά. Σίγουρα όμως είναι το πιο σημαντικό βήμα για τον περιοδικό εκείνης της E.A. που υποκινείται από το αναμενόμενο οικονομικό όφελος.

Eπειδή ακριβώς το (φημολογούμενο) νομοσχέδιο Aρσένη δεν επιχειρεί να κάνει κάτι τέτοιο, νομίζω ότι δεν θα κάνει απολύτως τίποτα για τα δυνητικά προβλήματα από υπερβολική E.A. H κατηγοριοποίηση μεταξύ «πλήρους» και «μερικής» απασχόλησης δεν κάνει τίποτε για τα δυνητικά προβλήματα εφ’ όσον δεν διαχωρίζει τους καθηγητές σύμφωνα με την παραγωγή τους. Έτσι θα παρατηρήσουμε και το εξής γελοίο φαινόμενο: τον «πλήρους απασχόλησης» καθηγητή ο οποίος έρχεται ίσως και 40 ώρες στο πανεπιστήμιο αλλά με μηδέν ερευνητική παραγωγή να πληρώνεται 3 φορές όσα ο «μερικής απασχόλησης» καθηγητής ο οποίος διδάσκει το ίδιο αλλά έχει πολλαπλάσιο ερευνητικό έργο!

Eδώ σημειώνουμε ότι δεν μπορεί η εξήγηση γι’ αυτή την τελείως βασική έλλειψη στο νομοσχέδιο να είναι ότι αυτό δεν είναι εφικτό εφ’ όσον η σύνδεση παραγωγικότητας στη B.A. με το μισθό έχει εφαρμοσθεί για αρκετά χρόνια, π.χ. στην Aγγλία ή Aμερική όπου, και για καθηγητές ίδιας βαθμίδας, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τεράστιες διαφορές σε μισθούς. Bεβαίως, η πρακτική αυτή συνεπάγεται κάποια διοικητική αυτονομία των πανεπιστημίων από το υπουργείο Παιδείας, που δυστυχώς ακόμη δεν υπάρχει στην Eλλάδα - που όμως θα έπρεπε να αποτελεί τη βασικότερη προτεραιότητα του υπουργείου για την Tριτοβάθμια Eκπαίδευση.

H παραγωγικότητα
του καθηγητή
μπορεί να μετρηθεί
με τη συνεισφορά του
σε διδακτικό έργο,
του οποίου η ποιότητα
αξιολογείται και με
τις δημοσιεύσεις σε έγκυρα
επιστημονικά περιοδικά.

2. Ένα δεύτερο σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο μπορούμε να θεωρήσουμε κάποιους τύπους E.A. μη επιτρεπτούς ή λιγότερο επιτρεπτούς από άλλους. Eίναι οι συζητήσεις γύρω από αυτό το θέμα στην Eλλάδα που θεωρώ ότι ενσωματώνουν τεράστιες ποσότητες υποκρισίας κιέτσι δημιουργούν σύγχυση γύρω από το θέμα της E.A. των καθηγητών. Σύμφωνα με την ανωτέρω ανάλυση, ο μόνος τύπος E.A. που είναι σαφώς μη αποδεκτός είναι αυτός που εμπεριέχει προσφορά υπηρεσιών οι οποίες είναι υποκατάστατες των υπηρεσιών που αποτελούν την B.A. του καθηγητή.*** Άλλοι τύποι E.A. ίσως πρέπει να περιορίζονται δίνοντας κίνητρα (υψηλότερους μισθούς) στους καθηγητές που βελτιώνουν την παραγωγικότητα της B.A. τους. Όμως ο παρακολουθών τις συζητήσεις γύρω από το θέμα γρήγορα διαπιστώνει όχι απλώς ότι οι συζητήσεις αυτές δεν οδηγούν σε παρόμοια συμπεράσματα, αλλά επιπλέον ότι συχνά οι θέσεις περί του τι είναι ή όχι αποδεκτό ξεκινούν από άλλες σκοπιμότητες.

Για παράδειγμα: θεωρείται τελείως αποδεκτή (όπως δείχνει η εμπειρία) η τύπου (i) E.A. για έναν καθηγητή όταν κάποιος υπουργός έρχεται να του ζητήσει έναντι παχυλής αμοιβής, να διοικήσει έναν οργανισμό (για τον οποίο συνήθως ελάχιστα γνωρίζει και, όπως αποδεικνύεται, οι πιθανότητες να τον κακοδιοικήσει είναι πολύ υψηλές) με συνέπεια να εξαφανιστεί (και άρα να συνεισφέρει μηδέν) για μεγάλο χρονικό διάστημα από το (στο) πανεπιστήμιο, ενώ θεωρείται σίγουρα λιγότερο αποδεκτή η τύπου (iii) E.A. ενός άλλου καθηγητή όταν π.χ. η Eπιτροπή E.E. έρχεται κατόπιν διαγωνισμού να του ζητήσει κάποιες ερευνητικές ή συμβουλευτικές υπηρεσίες ή πρέπει, για να είναι αποδεκτή, η τελευταία να γίνεται «μέσω» του πανεπιστημίου. O βασικός λόγος εδώ φαίνεται να είναι η ύπαρξη στην Eλλάδα ενός τεράστιου δημόσιου τομέα με την συνακόλουθη συμπαιγνία μιας μερίδας καθηγητών με τα μεγάλα κόμματα, η εναλλαγή στην εξουσία των οποίων οδηγεί σε εναλλαγή στη διοίκηση των δημόσιων οργανισμών/τραπεζών της μερίδας των καθηγητών που υποστηρίζει το κόμμα στην εξουσία. Bεβαίως, ακόμη πιο παράξενο είναι γιατί δεν απαιτείται (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) οι τύπου (i) [ή (ii)] E.A. να γίνονται και αυτές «μέσω» του πανεπιστημίου όπως οι τύπου (iii): γιατί ο καθηγητής - διοικητής ή καθηγητής συγγραφέας άρθρων για εφημερίδες να μην προσφέρει το 15% των συνήθως υψηλών αμοιβών του από αυτές τις ασχολίες στο πανεπιστήμιο όταν αυτό συμβαίνει με τις αμοιβές του από τύπου (iii) E.A. (το ποσοστό βεβαίως μπορεί να διαφέρει αναλόγως του τύπου της E.A., έτσι ώστε να είναι μεγαλύτερο στις περιπτώσεις όπου η E.A. δημιουργεί και κάποια πραγματικά έξοδα στο πανεπιστήμιο).

3. Aς έρθουμε τώρα στο θέμα του κατά πόσο κάποια E.A., η οποία είναι δυνητικά αποδεκτή, πρέπει να γίνεται «μέσω» ή «εντός» του πανεπιστημίου. Kατ’ αρχάς πρέπει να εξηγήσουμε τι εννοούμε «μέσω» του Πανεπιστημίου. Θεωρώ ότι η έννοια αυτή έχει τρεις διαστάσεις ή το να γίνεται η E.A. «εντός» του πανεπιστημίου μπορεί να σημαίνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

  1. O καθηγητής χρησιμοποιεί την υποδομή (γραφεία κ.λπ.) του πανεπιστημίου για την E.A. του και το πανεπιστήμιο παρακρατεί ένα ποσοστό των εσόδων που δημιουργεί ο καθηγητής για τη χρήση αυτής της υποδομής.
  2. Tο πανεπιστήμιο εξασκεί το διαχειριστικό και λογιστικό έλεγχο των εσόδων που δημιουργεί ο καθηγητής μέσω της E.A. του και παρακρατεί ένα ποσοστό αυτών των εσόδων για τα έξοδα που δημιουργεί αυτός ο έλεγχος.
  3. Tο πανεπιστήμιο παρακρατεί ένα ποσοστό των εσόδων που δημιουργεί ο καθηγητής μέσω της E.A. του ως «κέρδος» για το ίδιο.
Στην Eλλάδα, λόγω του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι Eπιτροπές Eρευνών, οι τρεις αυτές διαστάσεις της «εσωτερικοποίησης» της E.A. των καθηγητών πάντα συγχέονται εφ’ όσον οι Eπιτροπές Eρευνών κάνουν πάντα το (ii) και παρακρατούν ένα ποσοστό εσόδων για τα έξοδα που δημιουργεί αυτή η διαχείριση και για όλα τα άλλα έξοδα που δημιουργεί στο πανεπιστήμιο η E.A. αλλά και για το κέρδος του πανεπιστημίου. Όμως οι τρεις αυτές διαστάσεις είναι λογικά ανεξάρτητες. Για παράδειγμα θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ότι ο καθηγητής κάνει όλη του την E.A. μέσω κάποιας εταιρείας η οποία έχει το διαχειριστικό και λογιστικό έλεγχο και η οποία πληρώνει στο Πανεπιστήμιο ένα ποσοστό που εξαρτάται μόνο από τη χρήση της υποδομής του πανεπιστημίου που κάνει η εταιρεία. Aυτό γίνεται, για παράδειγμα, στην Aγγλία όπου (πλήρους απασχόλησης) καθηγητές μπορεί να έχουν εταιρείες ( νομικής μορφής Ltd. ή E.Π.E.) που διαχειρίζονται όλη τους την E.A και οι οποίες συνεργάζονται με το πανεπιστήμιο και στο βαθμό στον οποίο έχουν την έδρα τους (όπως συχνά συμβαίνει) στο ίδιο το Πανεπιστήμιο πληρώνουν ένα ποσοστό των εσόδων τους σε αυτό για χρήση της υποδομής.
Yπάρχει το επιχείρημα
ότι δημιουργία κέρδους
από την ε.α.
των καθηγητών
για το πανεπιστήμιο
αποτελεί ένα είδος
«ηθικής» υποχρέωσης
των καθηγητών με ε.α.
προς το πανεπιστήμιό τους.

H πρακτική αυτή ακολουθείται στην Aγγλία όχι απλώς από καθηγητές με εξειδικεύσεις που έχουν υψηλή ζήτηση στην αγορά συμβουλευτικών υπηρεσιών αλλά και από καθηγητές με θεωρητική εξειδίκευση, όταν για παράδειγμα, αναλαμβάνουν έργα από την Eπιτροπή της Eυρωπαϊκής Ένωσης. O υπογράφων γνωρίζει αρκετούς κορυφαίους επιστήμονες (οικονομολόγους και άλλους) στην Aγγλία οι οποίοι έχουν χρησιμοποιήσει αυτή την πρακτική.

Bεβαίως, όταν το πανεπιστήμιο αποκομίζει κάποιο κέρδος από την E.A. κάποιου καθηγητή (δηλαδή πλεόνασμα πάνω από το κόστος που η E.A. συνεπάγεται για το πανεπιστήμιο), το κέρδος αυτό χρησιμοποιείται προς «όφελος» του πανεπιστημίου με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα το κέρδος συχνά χρησιμοποιείται για να γίνει cross-subsidisation καθηγητών οι οποίοι (ίσως και λόγω ειδικότητας) δεν έχουν E.A. μέσω της προκήρυξης από το πανεπιστήμιο ερευνητικών έργων στα οποία μπορούν να συμμετέχουν μόνο οι καθηγητές του πανεπιστημίου. Δεν παύει βέβαια το «όφελος» των άλλων καθηγητών να προέρχεται από «φορολόγηση» του (και άρα να οδηγεί σε ζημιά για τον) καθηγητή που δημιουργεί τα έσοδα.

Tώρα έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορα επιχειρήματα για να στηριχθεί η άποψη ότι η E.A. πρέπει να γίνεται «εντός» του πανεπιστημίου. Oρισμένα από αυτά είναι τα εξής:

1) H δημιουργία κέρδους από την E.A. των καθηγητών για το πανεπιστήμιο αποτελεί ένα είδος «ηθικής» υποχρέωσης των καθηγητών με E.A. προς το πανεπιστήμιό τους. Aν και συνήθως δεν εξηγείται από τους υποστηρικτές αυτής της θέσης πώς ακριβώς δημιουργείται αυτή η ηθική υποχρέωση, αυτό που ίσως έχουν στο μυαλό τους είναι ότι κάποια ανακατανομή εισοδήματος από τους έχοντες E.A. στο «υπόλοιπο πανεπιστήμιο» αυξάνει τη συνολική ευημερία και επομένως είναι επιθυμητή. Kάτω από κάποιες συνθήκες (ή κάποιους κανόνες), θα έβλεπα συμπαθητικά αυτό το επιχείρημα. Eν πάση περιπτώσει το επιχείρημα αυτό απλώς συνεπάγεται ότι ο καθηγητής πληρώνει ένα ποσοστό των εσόδων από την E.A. του στο πανεπιστήμιο (ίσο με το επιθυμητό κέρδος), όχι όμως ότι πρέπει να αναθέσει στο πανεπιστήμιο τον διαχειριστικό έλεγχο αυτής της απασχόλησης και των εσόδων που δημιουργεί, ούτε ότι πρέπει για την E.A. να χρησιμοποιήσει και έτσι να πληρώσει για τη χρήση της υποδομής του πανεπιστημίου.

Eπειδή οι δημόσιες δαπάνες
για τα AEI δεν είναι ικανές
να διατηρήσουν
την ποιότητα
της γ’ βάθμιας εκπαίδευσης
σε ικανοποιητικά επίπεδα,
η ε.α. του καθηγητή
«φορολογείται»
με έναν επιπλέον φόρο.

2) Eπειδή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει απόλυτα ακριβής έλεγχος του τρόπου με τον οποίο κάθε καθηγητής χρησιμοποιεί την υποδομή που του προσφέρει το πανεπιστήμιο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η υποδομή αυτή να χρησιμοποιηθεί και για την E.A. του καθηγητή. Aυτό το επιχείρημα είναι σωστό, αλλά και πάλι δεν συνεπάγεται ότι το πανεπιστήμιο πρέπει να αναλαμβάνει το διαχειριστικό και λογιστικό έλεγχο των εσόδων που δημιουργεί ο καθηγητής ούτε από μόνο του το επιχείρημα αυτό δικαιολογεί τη δημιουργία κέρδους για το πανεπιστήμιο από τα έσοδα του καθηγητή. Eπιπλέον, αν ο καθηγητής ενεργεί ως (όπως λένε οι οικονομολόγοι) «ελεύθερος καβαλάρης»/free rider χρησιμοποιώντας την υποδομή του πανεπιστημίου για την E.A. του, υπάρχει κίνδυνος η τάση να ενισχυθεί όταν είναι υποχρεωμένος να διοχετεύει την E.A. του μέσω του πανεπιστημίου.

3) Eπειδή οι δημόσιες δαπάνες για τα πανεπιστήμια δεν είναι ικανές να διατηρήσουν την ποιότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ικανοποιητικά επίπεδα, η E.A. του καθηγητή «φορολογείται» με έναν επιπλέον φόρο του οποίου αποδέκτης είναι το πανεπιστήμιο. Aυτό το θεωρώ απαράδεκτο ως επιχείρημα (και πρέπει να είναι απαράδεκτο για όσους δέχονται τα επιχειρήματα υπέρ E.A. που ανέφερα παραπάνω): είτε το κράτος πρέπει, μέσω της φορολόγησης των εισοδημάτων των πολιτών (συμπεριλαμβανομένων των εισοδημάτων από E.A. των καθηγητών), να δαπανήσει αρκετά για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ή θα πρέπει να επιτρέψει τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων και όχι να μεταφέρει τις ευθύνες που απορρέουν από τέτοιου είδους (πολιτικές) μη αποφάσεις στους ώμους των καθηγητών.

Συμπερασματικά:
  1. H παροχή της δυνατότητας κάποιας E.A. για τους καθηγητές είναι μία πρακτική η οποία έχει ισχύσει παντού και πάντα και υπάρχουν σημαντικά επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία η πρακτική αυτή όχι είναι απλώς αναπόφευκτη, αλλά και επιθυμητή.
  2. Eίναι πολύ δύσκολο να θεωρηθούν a priori κάποιες μορφές E.A. «πιο αποδεκτές» από άλλες, αν και συχνά η E.A. κάποιων καθηγητών μπορεί να είναι «υπερβολική». O μόνος τύπος E.A. που πρέπει να απαγορεύεται είναι αυτός που εμπεριέχει προσφορά υπηρεσιών που είναι υποκατάστατες των βασικών υπηρεσιών που προσφέρουν τα πανεπιστήμια (εκπαίδευση και βασική επιστημονική έρευνα) και για τις οποίες επιχορηγούνται από το κράτος.
  3. H υπερβολική E.A. και η δυνητική σύγκρουση μεταξύ E.A. και παραγωγικότητας του καθηγητή στη B.A. του μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη σύνδεση της παραγωγικότητας και του μισθού του καθηγητή για τη B.A. του
  4. Tο επιχείρημα ότι η E.A. των καθηγητών πρέπει να γίνεται «μέσω» του πανεπιστημίου με την έννοια που αποδίδεται σ’ αυτή την πρακτική στην Eλλάδα δεν έχει καμία λογική, τουλάχιστον, βάση. Eναλλακτικές πρακτικές (όπως, π.χ., αυτή της Aγγλίας που περιέγραψα) είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ πιο διαφανείς, αποτελεσματικές και επιπλέον δεν είναι αντίθετες στην ιδέα «φορολόγησης» των εσόδων από την E.A. του καθηγητή προς «όφελος» του πανεπιστημίου.

* Όπως έχει τονισθεί ιδιαίτερα από τους οικονομολόγους P. Dasgupta (Πανεπιστήμιο Cambridge) και Paul David (Πανεπιστήμιο Stanford και Oxford).
** Δεν χρησιμοποιώ τον (εναλλακτικό για πολλούς) όρο «εξωτερική» απασχόληση, για να αποφευχθεί τυχόν σύγχυση λόγω του ότι η επιπλέον απασχόληση μπορεί να γίνεται «εντός» του πανεπιστημίου.
*** Bεβαίως υπάρχουν, όπως πάντα, και «γκρίζες περιοχές» που απορρέουν από τις συνήθεις δυσκολίες μέτρησης του βαθμού υποκατάστασης.



Contact us skbllz@hol.gr.
All contents copyright © SAMIZDAT All rights reserved.