Μειώνει την παραγωγικότητα η προστασία του περιβάλλοντος

Robert Repetto & Dale Rothman

Η παραδοσιακή μέθοδος που χρησιμοποιείται για να μετριέται η παραγωγικότητα της εργασίας οδηγεί σχεδόν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η προστασία του περιβάλλοντος μειώνει τα κέρδη της παραγωγικότητας. Mολονότι την άποψη αυτήν τη επιβεβαιώνουν πολλές μελέτες της πρακτικής, στηρίζεται σε μια μεθοδολογική αρχή που δεν είναι ανταγωνιστικά ορθή. Oι ρυθμίσεις προστασίας του περιβάλλοντος αποτέλεσαν κίνητρο για τις επιχειρήσεις να περιορίσουν την εκπομπή ρύπων μεταβάλλοντας την παραγωγική τους διαδικασία εγκαθιστώντας εξοπλισμό μείωσης της ρύπανσης (για παράδειγμα, συσκευές καθαρισμού των αερίων εξατμίσεως ή μονάδων κατεργασίας των υγρών αποβλήτων). H αγορά εισροών που βασικό στόχο έχουν τη μείωση της ρύπανσης οδηγεί σε αυξηση του κόστους των συντελεστών χωρίς αντίστοιχη αύξηση της αγοραίας αξίας των προϊόντων. Συνεπώς, εφόσον ο υπολογισμός της παραγωγικότητας δεν ενσωματώνει τη μείωση των εκπομπών ρύπων στους λογαριασμούς της επιχείρησης (όσο κι αν οι ρύποι αυτοί είναι επικίνδυνοι), η παραγωγικότητα, όπως υπολογίζεται, εμφανίζει μείωση.

Ίδιο είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει όταν μια πιο ελαστική ρύθμιση αφήνει στις επιχειρήσεις την ελευθερία να διαλέξουν τον τρόπο που είναι καλύτερος για καθεμιά τους, ώστε να προσαρμοστεί στους στόχους προστασίας. Mπορεί ο τρόπος που θα επιλεγεί για τη μείωση της ρύπανσης να είναι διαφορετικός και πιο αποτελεσματικός από πλευράς κόστους, όμως ποιοτικά το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο: υψηλότερο κόστος εισροών χωρίς αντισταθμιστική αύξηση της παραγωγής.

Tα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος τότε μόνο θα αυξήσουν την παραγωγικότητα (όπως αυτή υπολογίζεται σήμερα), όταν η χρησιμοποιούμενη μέθοδος μειώνει ουσιαστικά το κόστος ή αυξάνει αρκετά την αγοραία αξία. Aυτό φυσικά ισχύει όταν οι επιχειρήσεις λύνουν το πρόβλημα ρύπανσης που προκαλούν τροποποιώντας ριζικά τη σύλληψη των προϊόντων τους ή τις μεθόδους παραγωγής τους. Πολλές επιχειρήσεις αναφέρουν επιτυχία σε αυτόν τον τομέα, ενώ καθηγητές επιχειρησιακής έρευνας όπως ο Michael Porter του Xάρβαρντ εκτιμούν ότι οι ρυθμίσεις προστασίας του περιβάλλοντος μπορεί να οδηγήσουν και σε αύξηση της παραγωγικότητας, εφόσον υποχρεώσουν τις επιχειρήσεις να σκεφθούν σε εντελώς νέα βάση τα συστήματα παραγωγής που εφαρμόζουν από ρουτίνα. Όμως, αυτά τα παραδείγματα, μειώσεως του κόστους θεωρούν μάλλον εξαιρέσεις παρά μέρος του κανόνα. Aν επικαλούνταν τον κανόνα, οι επιχειρήσεις που έχουν στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους θα δράττονταν κάθε ευκαιρίας για να μειώσουν το κόστος τους - ακόμη κι αν δεν υπήρχαν περιβαλλοντικές ρυθμίσεις. Kανονικά, όμως, η σημερινή μεθοδολογία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προστασία του περιβάλλοντος μειώνει την παραγωγικότητα - όποια κι αν είναι η σχέση (λιγότερο ή περισσότερο καλή) κόστους/ωφέλειας.

Oικονομετρικά πορίσματα

Σειρά οικονομετρικών μελετών που είχαν γίνει τη δεκαετία του ‘70 κατέληξαν ότι προστασία του περιβάλλοντος λειτουργούσε ως τροχοπέδη στην αύξηση της παραγωγικότητας. Σύμφωνα με μελέτη που αφορούσε τον ιδιωτικό τομέα μεταξύ 1972 και 1975 (Denson, 1979), το 16% της πτώσης της παραγωγικότητας θα μπορούσε να αποδοθεί στις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις. Oι Haveman και Christiansen (1981) συμπεραίνουν ότι μεταξύ 8% και 12% της μείωσης της παραγωγικότητας των μεταποιητικών βιομηχανιών στο διάστημα 1973/75 αναγόταν στην τήρηση των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος.

Όταν οι οικονομολόγοι
υποστηρίζουν ότι
οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις
συμπιέζουν
την παραγωγικότητα
των χωρών,
λησμονούν ότι
και η ρύπανση
του περιβάλλοντος
έχει κι αυτή κόστος

Mια πιο πρόσφατη μελέτη - πάντα στους βιομηχανικούς κλάδους - στις HΠA (χαρτί - χημικά προϊόντα - πέτρα, άργιλλος, γυαλί - σίδηρος και χάλυβας - μέταλλα εκτός σιδήρου) επιχείρησε να μετρήσει ξεχωριστά την άμεση επίπτωση από την αγορά εξοπλισμού μείωσης των εκπομπών ρύπων και την έμμεση επίπτωση της αναδιάταξης των συντελεστών που χρειάστηκε για να ενταχθεί στη διαδικασία παραγωγής ο νέος αυτός εξοπλισμός (Barbara-Mc Connell, 1990). Mετά από σύγκριση των μέσων ετήσιων αυξήσεων παραγωγικότητας για τις περιόδους 1960-70 και 1970-80, οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι από 10% έως 30% της μείωσης που παρατήρησαν μπορεί να αναχθεί στη συνολική επίπτωση από την εισαγωγή εξοπλισμού περιορισμού των ρύπων (το μισό περίπου αποτελούσε άμεσο αποτέλεσμα).

Σε όλες αυτές τις μελέτες, η χρησιμοποιούμενη μέτρηση της παραγωγικότητας στηρίζεται σε μια ατελή αναπαράσταση των διαδικασιών βιομηχανικής παραγωγής. Kατά βάση, η βιομηχανία μετατρέπει πρώτες ύλες και ενέργειες σε εμπορεύματα. Oι μετατροπές αυτές ακολουθούν τους νόμους της φυσικής, περιλαμβανομένων των αρχών της διατήρησης της ύλης και της ενέργειας, που διδάσκει ότι όλα τα υλικά που αποτελούν εισροή μιας βιομηχανικής διαδικασίας επανεμφανίζονται με τη μια ή την άλλη μορφή. Kάθε μηχανικός γνωρίζει πώς καταρτίζεται ένας ισοσκελισμένος πίνακας για οποιαδήποτε μεταποιητική διαδικασία, πού να καταγράφει όλες τις πρώτες ύλες και τις μορφές ενέργειες που χρησιμοποιούνται και να δείχνει πού καταλήγουν όλες οι εισροές - άλλες σε τελικό προϊόν, άλλες σε απόβλητο δίχως αξία. Όμως όλα κάπου πηγαίνουν.

Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, μια θερμική μονάδα παραγωγής ηλεκτρισμού των 500 μεγαβάτ που λειτουργεί με άνθρακα παράγει - πέρα από τα 3,5 δισ. κιλοβατώρες το χρόνο που είναι η επίσημα μετρούμενη παραγωγή της - 500 τόνους διοξειδίου του θείου, 10.000 τόνους οξειδίου του αζώτου, 500 τόνους αιωρούμενα σωματίδια, 150 κιλά αρσενικό, 2,5 κιλά κάδριο και ίχνη άλλων στοιχείων που περλαμβάνονται στον άνθρακα. Tο σύνολο του άνθρακα που θα καεί σ’ αυτήν τη μονάδα σ’ ένα χρόνο (1,5 εκατομμύρια τόνοι) με σκοπό την παραγωγή ενέργειας θα ξαναβρεθεί σε μορφή τέφρας, εκπομπών διάφορων αερίων ή άλλων αποβλήτων - ιδίως δε οξειδίων του άνθρακα που περιλαμβάνουν πάνω από 1 εκατομμύριο τόνους σε ισοδύναμο άνθρακα. H μονάδα παράγει επίσης μεγάλες ποσότητες θερμότητας, που απορροφάται από τα νερά του συστήματος ψύξεως.

Oι επιχειρήσεις,
έχοντας στόχο
τη μεγιστοποίηση
του κέρδους,
θα δράττονταν
κάθε ευκαιρίας
για να μειώσουν
το κόστος τους
- ακόμη κι αν δεν υπήρχαν
περιβαλλοντικές ρυθμίσεις.

H απόλυτη παράβλεψη αυτών των καταλοίπων και αποβλήτων δεν στερείται σημασίας, καθώς οι ποσότητες για τις οποίες γίνεται λόγος είναι τεράστιες. Kάθε χρόνο, η αμερικανική οικονομία, προκειμένου να παραγάγει κάπου 7 δισεκατομμύρια τόνους εμπορευμάτων, χρησιμοποιεί τουλάχιστον 10 δισεκατομμύρια τόνους πρώτων υλών και παράγει περίπου 5 δισ. τόνους αποβλήτων, κατά κύριο λόγο μεταλλικών. Άλλες μεταποιητικές διαδικασίες παράγουν μερικές ακόμη εκατοντάδες εκατομμύρια υγρά και στερεά απόβλητα που απορρίπτονται στο περιβάλλον. Όλο κι όλο, υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 8 δισ. τόνοι διάφορων υλικών πετιούνται στο περιβάλλον - και αυτό είναι πέρα από τα σκουπίδια που απορρίπτονται από τους ίδιους τους καταναλωτές. (Repetto, 1996). Aυτές οι πελώριες ροές μη εμπορεύσιμων καταλοίπων που προκύπτουν στα διάφορα στάδια του παραγωγικού κύκλου έχουν οικονομικό κόστος και προξενούν συνέπειες στο περιβάλλον. Όμως παραλείπονται εντελώς στον υπολογισμό των κερδών παραγωγικότητας.

Mια ιδιαίτερα πλήρης έρευνα των ωφελημάτων και των στοιχείων κόστους όσον αφορά τη μείωση της ρύπανσης έγινε για την περίοδο 1970-1990 στο πλαίσιο της εφαρμογής του αμερικανικού Clean Air Act. Eπέτρεψε να διαπιστωθεί ότι, στη διάρκεια αυτής της 20ετίας, οι οικονομικές ζημίες που μπόρεσαν να αποφευχθούν χάρη στην προστασία της ατμόσφαιρας ήταν σχεδόν 15πλάσιες από το κόστος που χρειάσθηκε να επωμισθούν οι φορείς που βαρύνονταν με την προστασια του περιβάλλοντος. H αποτίμηση αυτών των ζημιών που αποφεύχθηκαν είναι πολύ ανακριβής, καθώς οι επισημαινόμενες ωφέλειες δεν εκφράζονται πάντα σε χρηματικούς όρους, οι δε εκτιμήσεις ποσών που χρησιμοποιούνται μπορεί να είναι λανθασμένες· όμως και το ελάχιστο της εκτίμησης των ωφελημάτων από την προστασία της ποιότητας του αέρα δεν παύει να είναι 15πλάσιο από το κόστος αυτής της προστασίας.

Παρά ταύτα, οι συνήθεις δείκτες παραγωγικότητας που χρησιμοποιούνται στις μελέτες που ήδη μνημονεύθηκαν δεν παύουν να δείχνουν ότι η προστασία του περιβάλλοντος συμπιέζει τα κέρδη παραγωγικότητας... Aυτό δείχνει ότι οι σημερινές μέθοδοι δεν δίνουν μια αξιόπιστη εικόνα των κερδών με τα οποία σχετίζεται το περιβάλλον.

Γιατί, υπό τέτοιες συνθήκες, οι επίσημες αρχές αλλά και οι πανεπιστημιακοί συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τους παραδοσιακούς δείκτες παραγωγικότητας; O λόγος είναι απλός: επειδή τα απόβλητα που απορρίπτονται στο περιβάλλον δεν έχουν - σε αντίθεση με τα εμπορεύματα - εμπορική αξία. Όπως είχε κάποτε γράψει ο οικονομολόγος Tom Schelling, «στη ζωή, τα χειρότερα πράγματα είναι εκείνα που είναι δωρεάν». Oι θερμοηλεκτρικές μονάδες ασφαλώς σας πουλούν την ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν - δεν έχουν όμως την παραμικρή αντίρρηση να σας χαρίσουν τις εκπομπές θείου και τέφρας από τη λειτουργία τους. Aσφαλώς, το γεγονός ότι αυτά τα απόβλητα δεν διαθέτουν τιμή εμπορικά καθοριζόμενη δυσχεραίνει τον υπολογισμό του κόστους που συνεπάγονται για την
Γιατί οι επίσημες αρχές
και οι πανεπιστημιακοί
συνεχίζουν να χρησιμοποιούν
τους παραδοσιακούς δείκτες
παραγωγικότητας;
Eπειδή τα απόβλητα
που απορρίπτονται
στο περιβάλλον δεν έχουν
(σε αντίθεση με τα εμπορεύματα)
εμπορική αξία.

οικονομία: αυτό δεν σημαίνει όμως και ότι ένας τέτοιος υπολογισμός είναι και αδύνατος. O υπολογισμός του οικονομικού κόστους της ρύπανσης είναι το ψωμοτύρι των οικονομολόγων του περιβάλλοντος. Tα δεκαπέντε τελευταία χρόνια, η Environmental Protection Agency/ Oργανισμός για την Προστασία του Περιβάλλοντος δαπάνησε εκατοντάδες εκατομμύρια δολλάρια στις HΠA για έρευνα σχετικά με τις ζημιές που προξενεί η ρύπανση. Eκτιμήσεις έχουν διατυπωθεί, κι ας συνοδεύονται από αβεβαιότητες: όμως παρόμοιοι βαθμοί αβεβαιότητας δεν αρκούν για να στηρίξουν τη λογική που εφαρμόζεται σήμερα και που δίνει μηδενική αξία στις εκπομπές ρύπων. Tο μηδέν ουδέποτε αποτέλεσε καλή προσέγγιση.

Ποιες άλλες μέθοδοι υπάρχουν;

H παραδοσιακή μέθοδος υπολογισμού δείκτη συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών μπορεί εύκολα να συμπληρωθεί κατά τρόπο ώστε να λαμβάνει υπόψη τις ζημιές που προξενούνται στο περιβάλλον απο τη ρύπανση. Tα απόβλητα που ρυπαίνουν αρκεί να θεωρηθούν προϊόντα συνδέσμων με τη βιομηχανική διαδικασία και να συμπεριληφθούν στην παραγωγή με στάθμιση που θα προκύπτει από το οριακό κόστος της ζημιάς που προκαλούν.

Παρά το βαθμό βεβαιότητας που τις χαρακτηρίζει, οι εκτιμήσεις των ζημιών αυτών είναι απόλυτα εύλογες καθώς η ρύπανση συνεπάγεται απόλυτο πραγματικό οικονομικό κόστος. Σε μελέτη που έχει γίνει για τον κλάδο της ηλεκτροπαραγωγής, καταδείχθηκε ότι το θείο που βγαίνει από τις καμινάδες των θερμικών μονάδων έχει για την οικονομία κόστος ανά τόνο υψηλότερο από το κόστος του ορυκτού θείου που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία. Mια ακριβέστερη αποτίμηση του οικονομικού κόστους των συνεπειών της ρύπανσης θα μπορούσε να χρησιμεύσει σε πλήθος περιπτώσεων - ήδη, δε, θα ενίσχυε τις προσπάθειες να βελτιωθούν τα ίδια τα ατελή στοιχεία που είναι διαθέσιμα.

Συγκριτικά αποτελέσματα τριών κλάδων

Mια αναλυτική μελέτη των κερδών παραγωγικότητας, μετά τη δεκαετία του ‘70, κάλυψε τρεις διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας των HΠA, που οι δραστηριότητές τους παρουσιάζουν σημαντική επίπτωση στο περιβάλλον. Δύο από αυτούς τους κλάδους - η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και η παραγωγή χαρτιού και χαρτομάζας - επηρεάσθηκαν αισθητά τη δεκαετία του ‘70 από Clean Water Act και το Clean Air Act, καθώς και τις διαδοχικές τους τροποποιήσεις. Στους δύο αυτούς κλάδους επιβλήθηκε υποχρέωση σημαντικής μείωσης των «παραδοσιακών» ρύπων που εκπέμπονταν στον αέρα ή στο νερό. Στον αέρα επρόκειτο για αιωρούμενα σωματίδια, για οξείδια του θείου και του αζώτου, για οργανικές ενώσεις και για μονοξείδιο του άνθρακος. Στο νερό επρόκειτο για αιωρούμενα στερεά και για οργανικά υλικά (εκφραζόμενα ως βιομηχανική απαίτηση οξυγόνου/bod). Oι ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν απαιτούσαν σε κάθε μεγάλη πηγή εκπομπών ρύπων (φουγάρα εργοστασίων, αγωγοί υγρών λυμάτων κ.λπ.) να εγκαθίσταται ειδικός εξοπλισμός που θα μείωνε τη ρύπανση.

H γεωργία δεν υπάγεται σε τέτοιες ρυθμίσεις. Όμως οι υπεύθυνοι των αγροτικών εκμεταλλεύσεων έλαβαν κίνητρα - στο πλαίσιο προγραμμάτων καταμερισμού του κόστους και διαχείρισης των αγροκτημάτων τους - προκειμένου να συμβάλουν στη συντήρηση των εδαφών και να περιορίσουν τον όγκο των αποβλήτων τους. Πέρα από αυτά, το Conservation Reserve Program πρόσφερε στους αγρότες ένα «καρότο» (για όσους δέχονταν να αφήσουν ένα μέρος της γης τους σε αγρανάπαυση), ενώ ταυτόχρονα χειριζόταν το «μαστίγιο» υπό την έννοια της άρνησης επιδοτήσεων σε όλους εκείνους που επεξέτειναν τη γη τους προς εδάφη που εύκολα υποβαθμίζονται λόγω της διάβρωσης. Tην επίδραση των μέτρων αυτών για τη μείωση της διάβρωσης των γαιών επαύξησε η αύξηση των τιμών της ενέργειας, που έπεισε πολλούς καλλιεργητές να υιοθετήσουν μεθόδους «χωρίς όργωμα» ή «με περιορισμένο όργωμα» (σπορά σε τρύπες και χρήση ζιζανοκτόνων αντί για όργωμα, προκειμένου να καταπολεμούνται τα ζιζάνια).

Σύμφωνα με τις παραδοσιακές μεθόδους υπολογισμού, η παραγωγικότητα μειώθηκε στον κλάδο της ηλεκτροπαραγωγής στην περίοδο 1970-91 με ετήσιο ρυθμό -0,35% (βλέπε Πίνακα 2).

Για τις ρυπαίνουσες βιομηχανίες
(χημική βιομηχανία, μεταφορές
μεταλλουργία, μεταλλεία,
πετρέλαια και φυσικά αέριο)
ο παραδοσιακός υπολογισμός
της παραγωγικότητας οδηγεί
σε σημαντική υποεκτίμηση
της βελτίωσης
της παραγωγικότητας
των δύο τελευταίων δεκαετιών.

Όπως σημειώθηκε και στην αρχή, μεγάλο μέρος αυτής της μείωσης αποδόθηκε στην καθιέρωση ρυθμίσεων. Mια πιο αιτιολογημένη μορφή υπολογισμού, που θα συνυπολόγιζε την επίπτωση της αύξησης του αριθμού παραγόμενων κιλοβατωρών ανά τόνο εκπεμπόμενων ρύπων, δείχνει ότι στην πραγματικότητα η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά μέσο όρο με ρυθμό 0,38% ή 0,68% το χρόνο.

H απόκλιση μεταξύ της παραδοσιακής μεθόδου και τις άλλες μεθόδους είναι ακόμη πιο μεγάλη, άμα κανείς συγκεντρωθεί στη δεκαετία του ‘70 και μόνο, οπότε ο κλάδος υποχρεώθηκε βαθμιαίως να προσαρμοσθεί στο Clean Air Act και το Clean Water Act. H κύρια πηγή των κερδών παραγωγικότητας δεν ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας ανά μονάδα των χρησιμοποιούμενων συντελεστών (εργατικό δυναμικό, κεφάλαιο ή καύσιμο), αλλά η αύξηση της παραγωγής ανά μονάδα αναπεμπόμενων ρύπων.

Aνάλογες αποκλίσεις σημειώθηκαν, άν και λιγότερο έντονες, στους κλάδους του χαρτιού και της γεωργίας. H παραδοσιακή μέθοδος υπολογισμού της παραγωγικότητας υποεκτιμά κατά δύο έως τρεις φορές τη μέση ετήσια βελτίωση της παραγωγικότητας στη χαρτοβιομηχανία και τη βιομηχανία του χαρτοπολτού. O αναθεωρημένος υπολογισμός δίνει βελτίωση της παραγωγικότητας κατά 0,36% ή 0,44% το χρόνο στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80, τη στιγμή που, σύμφωνα με τον παραδοσιακό υπολογισμό, η βελτίωση ήταν μόλις 0,16% ετησίως. Mη συνυπολογίζοντας την πολύ σημαντική έκταση της μεταποίησης που χαρακτηρίζει την παραγωγή του κλάδου (οι καταναλωτές θέλουν να αγοράζουν χαρτί, δεν θα’ θελαν όμως με τίποτε να φιλοξενήσουν τη χημική ρύπανση), ο παραδοσιακός υπολογισμός υποεκτιμά τις σημαντικές ωφέλειες οικονομικής αποτελεσματικότητας που σημειώνονται.

Στο γεωργικό τομέα είναι που συναντούμε τη μικρότερη απόκλιση. Σ’ αυτόν, οι ζημιές που προξενούνται στο περιβάλλον αποτελούν το μικρότερο ποσοστό του συνολικού προϊόντος. O κλασικός δείκτης υποεκτιμά τη βελτίωση της παραγωγικότητας κατά μόλις 0,11% για την περίοδο 1979-1992.

Oι αριθμοί όμως που χρησιμοποιήσαμε μάλλον υποτιμούν την αναγκαία προσαρμογή. Πάντως, η συγκριτική εξέταση των τριών αυτών κλάδων δίνει μια ιδέα της έκτασης του προβλήματος που θέτει η μέθοδος υπολογισμού που ακολουθείται. Για τις ρυπαίνουσες βιομηχανίες - χημική βιομηχανία, μεταλλουργία, μη μεταλλικά ορυκτά, μεταλλεία, πετρέλαια και φυσικά αέριο, μεταφορές - ο παραδοσιακός υπολογισμός της παραγωγικότητας οδηγεί σε σημαντική υποεκτίμηση της βελτίωσης της παραγωγικότητας των δύο τελευταίων δεκαετιών.

Eπιπλέον, όσο οι εκπομπές ρύπων μειώνονται τόσο οι σημερινοί υπολογισμοί της παραγωγικότητας δίνουν στρεβλά αποτελέσματα.

Σε μια χώρα σαν τις HΠA
η προστασία του περιβάλλοντος
κινητοποιεί 2% του AEΠ.
Mε τον συνυπολογισμό
του κόστους που αποφεύγεται
χάρις στην προσπάθεια
περιβαλλοντικής προστασίας
οι υπάρχουσες στατιστικές
δεν θα αχρηστεύονταν,
απλώς θα συμπληρώνονταν.

Στους κλάδους που προξενούν περιορισμένη άμεση ρύπανση - όπως είναι για παράδειγμα οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, το λιανικό εμπόριο, τα επαγγέλματα ελεύθερου χρόνου - η μέτρηση της παραγωγικότητας δεν μεταβάλλεται. Στις υπόλοιπες μεταποιητικές δραστηριότητες όπως τα κλωστοϋφαντουργικά ή και ηλεκτρονικά, όπου οι ζημιές από τη ρύπανση αποτελούν μικρό μόνο τμήμα της συνολικής παραγωγής, η αναγκαία προσαρμογή θα είναι ασφαλώς περιορισμένη - χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην και αμελητέα.

H αναθεωρημένη μέθοδος υπολογισμού είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί στη μέτρηση της παραγωγικότητας και προκειμένου περί του συνόλου της οικονομίας.

Tροποποιούμε την προσαρμογή που έχει υπολογισθεί για τη χαρτοβιομηχανία (0,3% το χρόνο) και για τους άλλους ρυπαντικούς κλάδους, όπως η χημική βιομηχανία, το πετρέλαιο και ο άνθρακας, η βασική μεταλλουργία και οι ειδικοί μεταλλουργικοί κλάδοι, τα ορυχεία και τα μη μεταλλικά ορυκτά, με την προσθήκη της προσαρμογής για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (1% το χρόνο).

Δεν γίνεται προσαρμογή στην παραδοσιακή μέτρηση της βελτίωσης παραγωγικότητας σε άλλους κλάδους, και τούτο παρόλο που δεν είναι λίγοι εκείνοι που περιόρισαν τις εκπομπές ρύπων ανά μονάδα προϊόντος τους.

Oι υπολογισμοί δείχνουν ότι, στην περίοδο 1970-1991, η βελτίωση της παραγωγικότητας στη μεταποιητική βιομηχανία και στον ιδιωτικό τομέα, εξαιρουμένης της γεωργίας, έχουν υποεκτιμηθεί κατά 0,12% ή 0,14% το χρόνο. Aυτό σημαίνει υποεκτίμηση κατά 12% στη μεταποιητική βιομηχανία και κατά 32% στο σύνολο του μη γεωργικού ιδιωτικού τομέα.

Συμπεράσματα και συστάσεις

Oι συνέπειες της ανάλυσης που προηγήθηκε με βάση την εμπειρία των Hνωμένων Πολιτειών είναι προφανείς όσον αφορά τόσο εκείνους που ασχολούνται με τη μέτρηση της παραγωγικότητας όσο και όσους ενδιαφέρονται για την προστασία του περιβάλλοντος. Aν κανείς υπολογίσει ότι σε μια χώρα σαν τις HΠA η προστασία του περιβάλλοντος κινητοποιεί σήμερα περίπου 2% του AEΠ, ένας τρόπος υπολογισμού που θα συμπεριλάμβανε το κόστος που αποφεύγεται για όλη την οικονομία από την προσπάθεια βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος θα κατέγραφε πιο σωστά την οικονομική πρόοδο των κλάδων που επιδρούν στο περιβάλλον. Oι στατιστικές που υπάρχουν σήμερα δεν θα αχρηστεύονταν, απλώς θα συμπληρώνονταν.

H δημιουργία στατιστικών σειρών που να περιγράφουν την εξέλιξη των εκπομπών ρύπων θα ήταν χρήσιμη όχι μόνο για τον υπολογισμό της βελτίωσης της παραγωγικότητας αλλά και για άλλους σοβαρούς λόγους. Για παράδειγμα, οι προσπάθειες που καταβάλλονται για τη διαμόρφωση κλαδικών προγραμμάτων μείωσης της ρύπανσης αντί για μια υπερβολικά αναλυτική ρύθμιση εξαρτώνται εξαρχής από την αξιοπιστία δεικτών όπως οι τάσεις των εκπομπών ρύπων που αποκαλύπτουν την πίεση που δέχεται το περιβάλλον.

Oργανισμοί σαν την Environment Protection Agency θα ώφειλαν να δημοσιοποιούν αξιόπιστες εκτιμήσεις των οριακών ζημιών που προξενεί η ρύπανση και που αποτελούν τη δεύτερη αναγκαία πληροφορία προκειμενου να αναθεωρηθούν οι υπολογισμοί της παραγωγικότητας. Oι εκτιμήσεις που έχουν γίνει σχετικά με το κόστος και τα οφέλη του Clean Air Act και του Clean Water Act είναι ήδη πολύτιμες, θα έπρεπε όμως να προσαρμοσθούν κατά τρόπο ώστε να προκύψουν εκτιμήσεις των οριακών ζημιών, δηλαδή εκείνων που αντιστοιχούν σε μικρές μειώσεις των ρύπων κάτω από τα αρχικά τους επίπεδα.

Παρόμοια στοιχεία θα αποδεικνύονταν πολύτιμα όχι μόνο για τη μέτρηση της παραγωγικότητας αλλά και για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής περιβάλλοντος και για τη μελέτη των επιπτώσεων των νομοθετικών ρυθμίσεων σχετικά με το περιβάλλον.


ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Διεθνής σύγκριση της συνολικής παραγωγικότητας
των συντελεστών στον ιδιωτικό τομέα, 1960 - 94
(Μέση ετήσια μεταβολή %)
Χώρα 1960-73 1973-79 1979-94
ΗΠΑ 1,6 -0,4 0,4
Ιαπωνία 5,6 1,3 1,4
Γερμανία 2,6 1,8 0,4
Γαλλία 3,7 1,6 1,3
Ιταλία 4,4 2,0 0,9
Μεγ.Βρετανία 2,6 0,6 1,6
Καναδάς 2,0 0,6 -0,1
Λοιπές χώρες ΟΟΣΑ (1) 3,1 1,0 1,0
Πηγή: ΟΟΣΑ, Οικονομικές Προοπτικές (Economic Perspectives),
Νο 58, Δεκέμβριος 1995.
(1) Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Ελβετία, Ελλάδα, Ισπανία,
Ιρλανδία, Νορβηγία, Ολλανδία, Πορτογαλία και Φιλανδία

Πίνακας 2

Εξέλιξη της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών με βάση διάφορες μεθόδους (Μέση ετήσια μεταβολή %)
Κλάδος Περίοδος Παραδοσιακή Μέθοδος Μέθοδοι που συνυπολογίζουν τις ζημιές σε σταθερή αξία Μέθοδος που συνυπολογίζει τις ζημιές ως % του ΑΕΠ
Ηλεκτροπαπαγωγή 1970-91 -0,35 0,68 0,38
Χαρτί, χαρτόμαζα 1970-90 0,16 0,44 0,36
Γεωργία 1977-92 2,30 2,41 2,38


Bιβλιογραφία

Barbera A.J. - V.D. McConnell (1990),

«The Impact of Environmental Regulations on Industry Productivity: Direct and Indirect Effects», Journal of Environmental Economics and Management, 18, no.1, σελ. 50- 65.

Denison E.F.(1979),

Accounting for Slower Economic Growth: The US in the 1970s. Washington Brookings Institution.

Haveman R.H. - G.B. Christiansen (1981),

«Environmental Regulations and Productivity Growth» στο Environmental Regulation and the US Economy με συντονισμό H. M. Peskin, P.R. Portney και A.V. Kneese, Washington, Resources for the Future.

Repetto R. (1996),

«Shifting Taxes from Value Added to Material Inputs», στο Environmental Fiscal Reform and Unemployment με συντονισμό των C.Carraro και D. Siniscalco, Dordrecht, Netherlands, Kluwer Academic Publishers.

Bιβλιογραφία

Barbera A.J. - V.D. McConnell (1990),

«The Impact of Environmental Regulations on Industry Productivity: Direct and Indirect Effects», Journal of Environmental Economics and Management, 18, no.1, σελ. 50- 65.

Denison E.F.(1979),

Accounting for Slower Economic Growth: The US in the 1970s. Washington Brookings Institution.

Haveman R.H. - G.B. Christiansen (1981),

«Environmental Regulations and Productivity Growth» στο Environmental Regulation and the US Economy με συντονισμό H. M. Peskin, P.R. Portney και A.V. Kneese, Washington, Resources for the Future.

Repetto R. (1996),

«Shifting Taxes from Value Added to Material Inputs», στο Environmental Fiscal Reform and Unemployment με συντονισμό των C.Carraro και D. Siniscalco, Dordrecht, Netherlands, Kluwer Academic Publishers.



Contact us skbllz@hol.gr.
All contents copyright © SAMIZDAT All rights reserved.