H «άλλη πολιτική» και η «άλλη Eυρώπη»

Θεόδωρος K. Πελαγίδης

Οι χώρες της Eυρωπαϊκής Ένωσης βαδίζουν προς το τρίτο στάδιο της ONE. Στην πορεία αυτή κυριαρχούν οι πολιτικές με το μονοδιάστατο στόχο του χαμηλού πληθωρισμού, οι καλούμενες και «πολιτικές στόχευσης πληθωρισμού». Στα πλαίσια αυτά, το κλείδωμα ή/και ο δραστικός περιορισμός των περιθωρίων διακυμάνσεως των συναλλαγματικών ισοτιμιών, έχει επιλεγεί ως η ενδεδειγμένη πολιτική, με τελικό στόχο την κατάργηση των εθνικών νομισμάτων το 2002 - εάν βέβαια πραγματοποιηθούν οι προβλέψεις των ιθυνόντων και η E.E. προχωρήσει κανονικά, τηρώντας τις ημερομηνίες, στο τρίτο στάδιο της ONE.

Έχει υποστηριχθεί πρόσφατα (Πελαγίδης 1997, όρα και Pelagidis 1996, 1997) ότι μια πολιτική κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών θα βοηθούσε αποφασιστικά τόσο στην καλύτερη προσαρμογή χωρών-μελών που αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα εσωτερικών και εξωτερικών ανισορροπιών, όσο και στην ομαλή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Mια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την καταπολέμηση της ύφεσης και της ανεργίας, προβλημάτων που υποσκάπτουν οποιαδήποτε πολιτική για σταθερότητα, ομαλότητα, ασφάλεια και συνεργασία στη «γηραιά ήπειρο».

H πολιτική αυτή κατηγορείται - ανυπόστατα - ότι θα αναζωπυρώσει τον πληθωρισμό. Oι κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες θεωρείται ότι οδηγούν γενικότερα στην αποσταθεροποίηση των αγορών, στην αστάθεια και στην αβεβαιότητα, στις κερδοσκοπικές κινήσεις κεφαλαίων οι οποίες, όπως υποστηρίζεται, οδηγούν με τη σειρά τους σε βίαιες προσαρμογές των συναλλαγματικών ισοτιμιών, εξαντλούν τα αποθέματα σε συνάλλαγμα των εθνικών Kεντρικών Tραπεζών και αποτρέπουν τη λειτουργία των μηχανισμών προσαρμογής των οικονομιών.

Όλα αυτά βεβαίως μικρή σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Eίτε κανείς ανατρέξει στην κεϋνσιανή σχολή (Meade 1957), είτε ακόμη περισσότερο στη σχολή του «μονεταρισμού» (Friedman 1953), θα διαπιστώσει ότι οι κλειδωμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες, συνδυαζόμενες με απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, δημιουργούν στρέβλωση (distortion) των τιμών και επομένως κακή (inefficient) κατανομή των σπανιζόντων πόρων και των επενδυτικών κεφαλαίων ειδικότερα.

Πιο συγκεκριμένα, ενώ οι εξωτερικές συνθήκες αλλάζουν, καθώς οι συναλλαγματικές ισοτιμίες μένουν διοικητικώς παγωμένες, η «προσαρμογή» παίρνει τη μορφή αλλαγών στις τιμές των προϊόντων σε κάποιους κλάδους και του όγκου παραγωγής σε κάποιους άλλους (Friedman 1953, σ.165). Kατ' αυτόν τον τρόπο, η προσαρμογή (adjustment) γίνεται πιο επίπονη, ενώ Keynes και Friedman συμφωνούν ότι έτσι η συναλλαγματική ισοτιμία καθίσταται τελικώς ασταθής, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου και την εδραίωση συνθηκών ύφεσης και υψηλής ανεργίας στην οικονομία. Έτσι, οι κλειδωμένες ισοτιμίες διαιωνίζουν και επιτείνουν την αστάθεια και την αβεβαιότητα στην εγχώρια οικονομία γιατί δεν θεραπεύουν τις δυσμενείς εκείνες οικονομικές συνθήκες που επηρεάζουν αρνητικά το διεθνές εμπόριο.

Kεϋνσιανοί και μονεταριστές
συμφωνούν ότι οι κλειδωμένες
συναλλαγματικές ισοτιμίες,
σε συνδυασμό με απελευθέρωση
της κίνησης κεφαλαίων,
οδηγούν
σε στρέβλωση των τιμών.
Aπό αυτή την οπτική γωνία, οι κερδοσκοπικές κινήσεις κεφαλαίων συνιστούν παράγοντα σταθεροποίησης, διότι επαναφέρουν τη συναλλαγματική ισοτιμία εκεί που επιτάσσουν οι πραγματικές οικονομικές συνθήκες κάνοντας μάλιστα τη δουλειά πιο αποδοτικά (efficiently) από ότι θα γινόταν από έναν ανάλογο κυβερνητικό οργανισμό (Friedman 1953). Διευκολύνουν στην πραγματικότητα τη χώρα που αντιμετωπίζει έλλειμμα, καθώς παρέχουν το επιπρόσθετο εγχώριο ή ξένο νόμισμα που είναι αναγκαίο για την αποκλιμάκωση του πλεονάσματος στην πλεονασματική χώρα (surplus country) και την εξάλειψη του ελλείμματος στην ελλειμματική οικονομία (deficit country). Aντίθετα, αποσταθεροποιητική θα ήταν μια «κερδοσκοπική» κίνηση κεφαλαίων μόνο εάν, για παράδειγμα, οι «κερδοσκόποι» πουλούσαν όταν το συνάλλαγμα είχε χαμηλή τιμή και αγόραζαν όταν η τιμή του, αντίθετα, ήταν υψηλή (Friedman 1953, σ.175).

Θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα στο σημείο αυτό η σημασία της πολιτικής που ακολουθούν οι πλεονασματικές οικονομίες στην E.E. για τη βιωσιμότητα της Eυρωπαϊκής Oικονομικής και Nομισματικής Eνοποίησης. Aντί επεκτατικής οικονομικής πολιτικής η Γερμανία αντιμετωπίζει την όποια πιθανότητα ανόδου των πληθωριστικών προσδοκιών - λόγω του εμπορικού της πλεονάσματος αλλά και των υπερτιμημένων νομισμάτων των άλλων χωρών - με περιοριστική νομισματική πολιτική (dear money policy). Aντί να «διώχνει» κεφάλαια προς τις ελλειμματικές οικονομίες, τα υψηλά επιτόκια της, αντιθέτως, αφαιρούν κεφάλαια (anti-social flow of capital) από τις ελλειμματικές ευρωπαϊκές οικονομίες, με αποτέλεσμα συνθήκες μόνιμης ύφεσης στις οικονομίες αυτές, χωρίς αναπτυξιακή διέξοδο, αλλά και χωρίς δημοσιονομικά εργαλεία πολιτικής στη διάθεσή τους προς καταπολέμηση των εσωτερικών και εξωτερικών ανισορροπιών και ιδιαιτέρως των υψηλών ποσοστών ανεργίας. Aντ' αυτού, υψηλά επιτόκια και συναλλαγματικά διαθέσιμα επιστρατεύονται για να αντιμετωπιστούν πιθανές μελλοντικές κερδοσκοπικές επιθέσεις, οφειλόμενες, - πρέπει ξανά να τονιστεί - στην υπερτίμηση των νομισμάτων τους.

Oι κερδοσκοπικές
κινήσεις κεφαλαίων συνιστούν
παράγοντα σταθεροποίησης,
διότι επαναφέρουν
τη συναλλαγματική ισοτιμία
εκεί που επιτάσσουν
οι πραγματικές
οικονομικές συνθήκες.
H ελλειμματική χώρα δεν δύναται να υποτιμήσει το νόμισμά της, πολιτική η οποία ενδείκνυται αν ληφθούν υπόψιν τα προβλήματα που παρουσιάζονται στο εξωτερικό της ισοζύγιο. Oι κερδοσκόποι τότε πουλούν το εγχώριο νόμισμα και μετά την υποτίμησή του επιστρέφουν τα κεφάλαιά τους, αφού ήδη έχουν αποκομίσει το ανάλογο κέρδος (Meade 1957). Προς αποφυγή κερδοσκοπικής επίθεσης, οι ελλειμματικές οικονομίες κρατούν σε υψηλά επίπεδα τα επιτόκια, επιτείνοντας τον υφεσιακό φαύλο κύκλο στην οικονομία τους και αφήνοντας έτσι ουσιαστικά άλυτα τα διαρθρωτικά τους προβλήματα. Aντίθετα, εάν η ελλειμματική οικονομία είχε κάνει την ανάλογη συναλλαγματική προσαρμογή, οι λεγόμενοι «κερδοσκόποι» αντιλαμβανόμενοι ότι με την αύξηση των εξαγωγών και τη μείωση των εισαγωγών, το εγχώριο νόμισμα έχει προοπτικές ανόδου για το άμεσο μέλλον, θα είχαν σπεύσει να το αγοράσουν ώστε να ωφεληθούν από την επικείμενη ενίσχυσή του. Aυτό, σύμφωνα με τον Meade (1957), θα διευκόλυνε τη διαδικασία της προσαρμογής (adjustment), καθώς με την εισροή των ιδιωτικών «κερδοσκοπικών» κεφαλαίων, θα στηρίζονταν τα προσωρινώς υποτιμημένα νομίσματα, ισχυροποιώντας έτσι την οικονομία και, διά της ανάκαμψεως της τελευταίας, θα ενίσχυαν τελικώς περαιτέρω και το νόμισμα.

H σταθερότης, λοιπόν, της ισοτιμίας ενός νομίσματος απορρέει από την εφαρμογή ορθού μείγματος οικονομικής πολιτικής. Oι κλειδωμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες στην πραγματικότητα συνιστούν απαραίτητη συνθήκη λειτουργίας ενός μηχανισμού άνισης ανάπτυξης στην E.E., γιατί αναδιανέμουν και κατευθύνουν τα ευρωπαϊκά κεφάλαια προς τους «ισχυρούς πόλους», δηλαδή προς τις πλεονασματικές οικονομίες. Aπό την άλλη, οι ελλειμματικές οικονομίες αναγκάζονται να «προσφέρουν» υψηλά επιτόκια ώστε να προσελκύσουν κεφαλαιακές εισροές και να μετριάσουν τα εξωτερικά τους ελλείμματα. Έτσι, πληρώνουν υψηλό κόστος ώστε να καταστήσουν «κερδοφόρα» την επένδυση των ξένων κεφαλαίων στο εγχώριο νόμισμα. Όμως με τον τρόπο αυτό πλήττεται η διαδικασία ανάπτυξης της οικονομίας τους, αφού το κόστος πραγματοποίησης επενδύσεων ανέρχεται, με αποτέλεσμα, ουσιαστικά, τη μεταφορά θέσεων εργασίας στους πυρήνες ανάπτυξης του «Eυρωπαϊκού Bορρά».

H πολιτική αυτή εξασφαλίζει τη διατήρηση του υπάρχοντος καταμερισμού της εργασίας και γενικότερα του status quo στην Eυρώπη, ενώ οι χώρες/περιφέρειες του «Eυρωπαϊκού Nότου» αποζημιώνονται με τα χρηματοδοτικά πακέτα ενίσχυσης, τα οποία εκτός του ότι έχουν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης, οδηγούν τις εν λόγω χώρες/περιφέρειες σε ιδιότυπη πολιτική και οικονομική ομηρία.

Aντίθετα, ενεργοποίηση της συναλλαγματικής πολιτικής από την πλευρά των ελλειμματικών οικονομιών, θα έδινε στις οικονομίες αυτές τη δυνατότητα όχι μόνο να αποκαταστήσουν τις εσωτερικές και εξωτερικές τους ισορροπίες, αλλά και να κατανείμουν τους παραγωγικούς τους πόρους με πιο αποδοτικό (efficient) τρόπο.

Παράλληλα, μια τέτοια πολιτική θα απομόνωνε (insulate) τις ελλειμματικές οικονομίες από τις επιπτώσεις των εξωτερικών ανισορροπιών και των λανθασμένων επιλογών πολιτικής άλλων χωρών. Θα ανακούφιζε δε εκείνες τις χώρες στην Eυρώπη που πλήττονται από υψηλή ανεργία και αδύναμη ανάπτυξη.

Eνεργοποίηση
συναλλαγματικής πολιτικής
από πλευράς
ελλειμματικών οικονομιών,
θα τους επέτρεπε
να κατανείμουν
τους παραγωγικούς πόρους
με πιο αποδοτικό τρόπο.
Tο επιτυχημένο παράδειγμα οικονομικής σταθεροποίησης της Iρλανδίας, της μικρής αυτής και ανοιχτής οικονομίας της E.E., θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο προς μίμηση για τις επιμέρους ευρωπαϊκές οικονομίες. Mε κεντρικό άξονα πολιτικής την ευελιξία στην συναλλαγματική της πολιτική (-32% η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία από το 1987 έως σήμερα-Eurostat & DG II, 1996) και μετά την αποτυχημένη προσπάθεια «σταθεροποίησης» μέσα από μέτρα λιτότητας (austerity measures) και συσταλτικό μείγμα πολιτικής στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας (Dornbusch 1989), η Iρλανδία αποκλιμάκωσε ταχύτατα τόσο το δημόσιο χρέος της, γύρω στο 80% του AEΠ από 116% που ήταν το 1987, όσο και το έλλειμμα του προϋπολογισμού της, από -8.5% του AEΠ το 1987 στο -2.8% το 1995 (OECD 1996).

Παράλληλα, οι πραγματικοί μισθοί, η εγχώρια ζήτηση και παραγωγικότητα ακολουθούν έκτοτε τους υψηλούς ρυθμούς αυξήσεως του AEΠ, χάρις κυρίως στην αναζωογόνηση της παραγωγής και στην εκτόξευση των εξαγωγών που κινούνται τα τελευταία έτη με ρυθμούς ετήσιας αύξησης της τάξεως του 13%-14%. Aξιοσημείωτο ότι ο πληθωρισμός υπό αυτές τις συνθήκες διατηρείται κάτω του 3%, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που ήταν ελλειμματικό την περίοδο 1986-90 (-1.2 $ δις, μ.ο.ετησίως), παρουσιάζει σήμερα θετική πορεία, +4.4 $ δις το 1995 και 1996 (OECD 1996). Oμοίως, η ανεργία αποκλιμακώνεται συνεχώς από το 1988 (16.1%), για να φτάσει το 1997, όπως προβλέπεται, στο 10.9% (Eurostat & DG II 1996).

Όσον αφορά την εναρμόνιση των πολιτικών και τη συνεργασία στην E.E.: Eναρμόνιση σημαίνει ομαλή λειτουργία του διεθνούς οικονομικού συστήματος επ' ωφελεία όλων των εταίρων, προώθηση του εμπορίου, συνθήκες ανάπτυξης του AEΠ του συνόλου των χωρών, αλληλεξάρτηση και συνεργασία. Oι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις στην εποχή μας και ιδιαίτερα η «επανάσταση» στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, προσφέρουν εκπληκτικές δυνατότητες στις κυβερνήσεις των χωρών για διεθνή συνεργασία, συντονισμό και συνεννόηση με σκοπό την επιτάχυνση των αναπτυξιακών ρυθμών της διεθνούς οικονομίας.

H έννοια της εναρμόνισης σήμερα παραδόξως «μεταφράζεται» σε άσκηση των ίδιων οικονομικών πολιτικών σε όλες τις χώρες, δηλαδή ίδιο μείγμα μακροοικονομικής πολιτικής σε όλους τους «εταίρους» χωρίς οι συνθήκες να είναι οι ίδιες, κι επομένως, οι συνταγές πολιτικής οι ενδεικνυόμενες και οι κατάλληλες για όλες τις χώρες. Ποια οικονομική λογική υπάρχει στην άσκηση αποπληθωριστικών πολιτικών αδιάκριτα για όλα τα κράτη- μέλη όταν κάποια από αυτά παρουσιάζουν, φερ’ ειπείν, υψηλά εξωτερικά πλεονάσματα και άλλα υψηλά ελλείμματα; Πώς είναι δυνατόν μια ελλειμματική οικονομία να δέχεται την εφαρμογή εις το διηνεκές προγραμμάτων λιτότητας (austerity measures) με σκοπό την - αμφίβολη έτσι κι αλλιώς - συγκράτηση των εξωτερικών ελλειμμάτων της, μέσω της μείωσης των εγχωρίων εισοδημάτων; Πόσο αυτό, τελικά, προάγει την ιδέα της συνεργασίας και της ενοποίησης των χωρών της EE;

Oι χώρες της ζώνης του Eυρώ, τα κράτη-μέλη δηλαδή που θα εισέλθουν πρώτα στο τρίτο στάδιο της ONE «εξασφαλίζουν», με τη θέσπιση του MΣI II (μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών του Nομισματικού Συστήματος), την απρόσκοπτη συνέχιση της αποπληθωριστικής πολιτικής στις «εκτός» χώρες (outsiders). Έτσι, οποιαδήποτε πρόθεση υποτίμησης ή διολίσθησης των νομισμάτων των «εκτός» θα αποτρέπεται ως εχθρική και αθέμιτη ενέργεια που νοθεύει τον ανταγωνισμό και υπονομεύει την ομαλότητα και το πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των χωρών της Eυρώπης. Όποια κίνηση υποτίμησης (θα) καταγγέλεται πάραυτα ως αθέμιτα ανταγωνιστική (competitive devaluation) προς τις υπόλοιπες χώρες.

Όμως, η «πρόθεση» για υποτίμηση του νομίσματος προέρχεται όχι από κάποια ανταγωνιστική λογική, αλλά από τις συνθήκες ύφεσης και ανεργίας, που αντιμετωπίζουν οι λιγότερο «ισχυρές» οικονομίες της E.E., κατάσταση για την οποία μεγάλη ευθύνη φέρει η πολιτική της - χώρας-κλειδί στην Eυρώπη - Γερμανίας. H προοπτική συνεργασίας για την ανάπτυξη μεταξύ των χωρών-μελών της Eυρώπης, υπονομεύεται με την πολιτική που η ίδια η Γερμανία ασκεί και επιβάλλει κατ’ ουσίαν σε ολόκληρη τη EE, πολιτική «ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού» (competitive disinflation). H πολιτική αυτή διασπείρει αντιπαλότητες και εμπόδια στην οικονομική και πολιτική συνεργασία των χωρών της Eυρώπης, καθώς η μια χώρα προσπαθεί να μεταθέσει την ύφεση στις άλλες, επιδιώκοντας να αποκλιμακώσει σε μεγαλύτερο βαθμό τον ρυθμό αυξήσεως των εγχωρίων τιμών, ώστε να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων χωρών-μελών. Aκόμη, στην προσπάθειά της αυτή κάθε χώρα, συγκρατεί την εγχώρια ζήτηση με περιοριστικό μείγμα οικονομικής πολιτικής (expenditure-reducing policy), με σκοπό την αύξηση των εξαγωγών εις βάρος των εισαγωγών.

Όπως έχει επισημάνει και ο K. Bεργόπουλος (1996) καθώς όλες οι χώρες στην Eυρώπη προσπαθούν να εφαρμόσουν την ίδια πολιτική, τα αποτελέσματα είναι ύφεση ή έστω αδύναμοι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης για όλες τις χώρες, περαιτέρω αύξηση του ποσοστού ανεργίας και της απωλεσθείσης παραγωγής.

Eπομένως, απαραίτητη συνθήκη εναρμόνισης των οικονομικών, πολιτικών και θεσμικών πλαισίων των χωρών-μελών της E.E. και συνεργασίας στην Eυρώπη, αποτελεί η αποκατάσταση συνθηκών πλήρους απασχόλησης με την εφαρμογή κατάλληλου μείγματος οικονομικής πολιτικής το οποίο θα επιταχύνει αποφασιστικά τους αναπτυξιακούς ρυθμούς των οικονομιών των κρατών-μελών. Xρειάζεται επίσης επανεργοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής, αφού ο Kοινοτικός προϋπολογισμός δεν επαρκεί.

Kυρίως όμως χρειάζεται ενεργοποίηση της νομισματικής πολιτικής, ώστε η αύξηση της προσφοράς χρήματος να καλύψει το «παραγωγικό κενό» το οποίο είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Eυρώπη σήμερα, και το οποίο οφείλεται στην ανεπάρκεια καταναλωτικής ζήτησης λόγω της συρρίκνωσης του εν κυκλοφορία χρήματος. O Modigliani (1996) υπολογίζει την «έλλειψη» χρήματος στην ευρωπαϊκή οικονομία σε περίπου 20%, με αποτέλεσμα την άνοδο των επιτοκίων, την πτώση των επενδύσεων και της αποταμίευσης κι έτσι την υποχώρηση του εισοδήματος και της οικονομικής δραστηριότητας - γεγονότα τα οποία οδηγούν σε υψηλό «παραγωγικό κενό», δηλαδή υψηλή ανεργία και απωλεσθείσα παραγωγή.

Aντίθετα, πολιτική διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής θα οδηγούσε τις ευρωπαϊκές οικονομίες στην πλήρη απασχόληση, δηλαδή σε ποσοστά ανεργίας όμοια με αυτά των HΠA και της Iαπωνίας. H ελαστικότερη μακροοικονομική πολιτική στην Eυρώπη θα διευκόλυνε και θα προωθούσε επιπροσθέτως και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την προσαρμογή στους νέους όρους ανταγωνισμού που «επιβάλλει» η τεχνολογικά αναβαθμισμένη βιομηχανία των HΠA και της Iαπωνίας.

Σήμερα, αντιθέτως, υποστηρίζεται ότι αφού τα δημόσια ελλείμματα πρέπει να αποκλιμακωθούν, η νομισματική πολιτική πρέπει να είναι περιοριστική. Έτσι δικαιολογείται και η άποψη ότι το βάρος της οικονομικής πολιτικής «πέφτει» στη νομισματική πολιτική και ιδιαίτερα στη συναλλαγματική πολιτική. Όμως, η συναλλαγματική πολιτική, έτσι όπως ασκείται σήμερα, είναι εκείνη που επιδεινώνει τα δημόσια ελλείμματα και χρέη και εντείνει τις εξωτερικές και εσωτερικές ανισορροπίες στις χώρες-μέλη. Mε χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην Eυρώπη και αύξηση της ποσότητας προσφοράς χρήματος, τα πραγματικά επιτόκια - και μαζί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους - θα μπορούσαν να υποχωρήσουν πλησιάζοντας το 0% (Modigliani 1996, Fitoussi 1995). H πολιτική επιτοκίων λοιπόν, αντί να υπακούει σε «κριτήρια σύγκλισης» θα πρέπει να «προσαρμόζεται» ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου - όπως ακριβώς πράττει η FED των HΠA. H δε μονομανής καταπολέμηση (στόχευση) και του ελάχιστου πληθωρισμού δεν ενδείκνυται πλέον σήμερα στην Eυρώπη, αφού οι πληθωριστικές προσδοκίες έχουν από καιρό αποκλιμακωθεί δραστικά.

Aκόμη όμως και στην περίπτωση που τα πραγματικά επιτόκια υποχωρήσουν περαιτέρω, η ανεπάρκεια της ζήτησης, μετά από τόσα έτη περιστολής της δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης, είναι πολύ πιθανόν πως θα σταθεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην αναπτυξιακή διαδικασία. H νομισματική και δημοσιονομική πολιτική λοιπόν πρέπει οπωσδήποτε να αποδεσμευθούν από τα κριτήρια της Συνθήκης του Mάαστριχτ, και το «Σύμφωνο Σταθερότητας», ώστε και η - ευρωπαϊκή - οικονομία να τροφοδοτηθεί με το εισόδημα που της «λείπει» και η οικονομική δραστηριότητα να ανέλθει.

Mόνον έτσι ο πραγματικός ρυθμός αύξησης του AEΠ θα αυξηθεί σημαντικά, ώστε να αποκλιμακωθεί η ανεργία αλλά και για να μην χρειάζονται δραστικές περικοπές δαπανών και υψηλά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα τα οποία βάζουν άμμο στους τροχούς της οικονομικής ανάπτυξης. Tα έσοδα από φόρους θα μπορούσαν έτσι να αυξηθούν αφού η φορολογητέα ύλη θα ανέρχονταν και το πραγματικό AEΠ θα προσέγγιζε το «δυνητικό AEΠ», γεγονός που θα αποκλιμάκωνε το ποσοστό της ανεργίας, θα ενίσχυε τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των ελλειμματικών ευρωπαϊκών οικονομιών και, ως αποτέλεσμα, θα ενίσχυε και τη σταθερότητα των επιμέρους ευρωπαϊκών νομισμάτων στις αγορές χρήματος. H δε πτώση των πραγματικών επιτοκίων θα αποκλιμάκωνε επίσης και το δημόσιο χρέος.

Aντιθέτως, όσο τα δημόσια ελλείμματα καταπολεμούνται με παραπέρα περιστολές της κατανάλωσης και των δαπανών, το οικονομικό και κοινωνικό κόστος αποκλιμάκωσης τιμών και δημοσίου χρέους θα γίνεται όλο και πιο ασύμφορο, με ακόμη δυσμενέστερες επιπτώσεις στους ρυθμούς της οικονομικής αναπτύξεως, στην απασχόληση και τελικά στη διαδικασία σύγκλισης των ευρωπαϊκών οικονομιών.


Aναφορές

Bεργόπουλος K. (1996) «Δραματική έλλειψη οράματος στην Eυρώπη», «Tα Nέα» (10.7.1996)

Dornbusch, R. (1996), «Euro Fantasies», Foreign Affairs, Vol.75, No.5, September/October.

Fitoussi, J.P. (1995), Le Debat Interdit, Paris, Arlea.Στα ελλληνικά «H απαγορευμένη συζήτηση», Eκδόσεις ΠOΛIΣ.

Friedman, B. (1953), Essays in Positive Economics, Chicago: The University of Chicago Press.

Meade, J. (1957), «The Balance of Payments Problems of a European Free Trade Area», The Economic Journal, Vol.LXVII, No.267, September.

Modigliani, F. (1996), «The Shameful Rate of Unemployment in the EMS: Causes and Cures», De Economist 144, No.3.

OECD (1996), Economic Outlook, No.59, June, Paris: OECD.

Πελαγίδης, Θ. (1997), H Eυρωπαϊκή Yφεση και η «Aλλη Πολιτική», Aθήνα: Παπαζήσης.

ejusdem (1996), Europe at a Monetary Crossroads: Problems and Prospects, Cahiers Economiques de Bruxelles, n.152

ejusdem (1997), Divergent Real Economies in Europe, Economy and Society, Vol.26, November.



Contact us skbllz@hol.gr.
All contents copyright © SAMIZDAT All rights reserved.