Ενενήντα Επτά - To Περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας
Τεύχος 6ο


Γραφική αποκατάσταση του Οκταγώνου στην υστερορωμαϊκή φάση, με χρήση ηλεκτρονικών μέσων.

Η Θεσσαλονίκη, η πόλη που γιόρτασε πρόσφατα -το 1985- τα 2300 χρόνια από την ίδρυσή της, με πραγματική ηλικία που ξεπερνά τα 4.000 χρόνια, έχει πληθώρα μνημείων. Οι αρχαιολόγοι φιλοτίμως επιχειρούν να τα διασώσουν. Κατά κανόνα, όμως, ούτε από τα ακέραια δεν προκύπτουν οι αρχικές μορφές τους, διότι κι αυτά συντίθενται από διαφορετικά μέλη, διαφορετικών εποχών. Δεν είναι εύκολο να φανταστούμε πώς θα ήταν η Ροτόντα κατά την Ρωμαϊκή εποχή, όταν δεν είχε γίνει ακόμη η προσθήκη του ιερού στα ανατολικά και χωρίς τον μιναρέ.

Η δυνατότητα της βίωσης του χρόνου κατά την περιήγηση του μνημείου σαν κτίσμα μιας συγκεκριμένης εποχής, είναι πλέον εφικτή χάρη στα ηλεκτρονικά μέσα.

Η αναπαράσταση της κίνησης στην οθόνη του υπολογιστή του προσερχόμενου στο Οκτάγωνο θεατή, γύρω και μέσα στο κτίριο, ως πρώτη πειραματική εφαρμογή του προγράμματος «η πόλη κάτω από την πόλη», ήταν ένα εγχείρημα για την Καλλιτεχνική Διεύθυνση του ΟΠΠΕΘ.

Η υλοποίηση απλή, όσο και σύνθετη, για να επαναδομηθεί, στις κατά το δυνατόν πραγματικές σχεδιαστικές και κατασκευαστικές του διαστάσεις, το μνημείο, να γίνει, δηλαδή, η γραφική του αποκατάσταση μέσα από προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και να αποδοθεί το αρχικό κτίσμα της υστερορωμαϊκής εποχής.

Στόχος ήταν, να μπορέσουμε μέσα από ρεαλιστικές καταστάσεις φωτισμού, υφής και χρώματος υλικών, να περπατήσουμε στον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο του κτιρίου. Να αισθανθούμε, όσο το δυνατόν πιο κοντά, στην κατασκευαστική, οπτική αντίληψη και στις αυθεντικά πρωταρχικές αισθήσεις που προσλάμβαναν, τόσο ο αρχιτέκτονας που το συνέλαβε, όσο και οι ανώνυμοι επισκέπτες του, την εποχή που αυτό ήταν ενταγμένο οργανικά στο ανάκτορο, στον 4ο αιώνα μ.Χ.

Το Οκτάγωνο είναι το πρώτο μνημείο του Γαλεριανού Συγκροτήματος που φανερώνεται στα μάτια μας, καθώς ανεβαίνουμε από την οδό Βύρωνος στην Πλατεία Ναυαρίνου. Σώζεται σε ύψος 7,30 μ. και είναι εν γένει ένα κτίσμα σε μέγεθος και μορφή συγκρίσιμο με την Ροτόντα.

Οι εξωτερικές διαστάσεις του κτίσματος είναι: μήκος στον κύριο άξονα 51,5 μ., πλάτος στην αίθουσα του προθαλάμου 42,5 μ., πλάτος στην οκταγωνική αίθουσα 32,60 μ., πιθανό ύψος στο εσωράχιο του σφαιρικού θόλου +27,40 μ. από το παλαιό χριστιανικό δάπεδο. Οι μελετητές πιστεύουν ότι το κτίριο κτίστηκε ως Μαυσωλείο του Γαλέριου, ως λατρευτικό κτίριο και αίθουσα θρόνου.

Λαμβάνοντας υπόψιν στοιχεία των περιγραφών και την υπάρχουσα σήμερα κατάσταση, κατέληξα σε μορφή, που θεωρώ ότι υπακούει πιστά στις περιγραφές, για όσα τμήματα αναφέρονται και αποσαφηνίζονται.

Σε θέματα μορφολογίας της όψης και αναφορικά με τον υπάρχοντα εσωτερικό διάκοσμο του κτιρίου, και την ύπαρξη ή μή των περιστυλίων που το περιβάλλουν, έφθασα σε μια προσωπική άποψη, μετά από βιβλιογραφική μελέτη παρόμοιων κτισμάτων της εποχής. Η εκδοχή που παρουσιάζεται είναι αυτή που προκύπτει από τα δεδομένα στοιχεία. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι βρίσκεται κοντά στην αλήθεια.

Πιστεύω πως η πλησιέστερη στην αλήθεια ολοκληρωμένη μορφή που έχουμε για σημαντικά κτίρια, πρέπει εικονικά να παρουσιάζεται, με προσπάθεια ταύτισης των αισθήσεών μας με εκείνες των ανθρώπων που τα έζησαν, στην αρχική τους μορφή.

Η διάρκεια της εργασίας απαίτησε 75 ημέρες και αρκετές νύχτες. Μετά από 55 ημέρες το κτίριο ολοκληρώθηκε στη μνήμη του υπολογιστή.

Μετά την ολοκλήρωση της δομής του, τοποθετήθηκαν, στη μνήμη του υπολογιστή, μέσα και έξω από το κτίριο, 70 ιδεατές εικονοληπτικές μηχανές βίντεο, οι οποίες συνδέθηκαν μεταξύ τους σε μία κοινή πορεία πιθανής εισόδου ενός παρατηρητή. Δόθηκε εντολή η κάθε μηχανή βίντεο να πάρει από την μνήμη του θέματος του υπολογιστή συγκεκριμένο αριθμό φωτογραφιών, οι οποίες κατόπιν συνενώθηκαν για να αποτελέσουν μια ενιαία ταινία. Τρεισήμισι χιλιάδες έγχρωμες ψηφιακές εικόνες, με βάθος χρώματος όσα διακρίνει το ανθρώπινο μάτι, προβλήθηκαν στην οθόνη του υπολογιστή (συνολικά αρχεία 2300 Megabyte).

Ο χώρος, το φως, οι αισθήσεις.

Ο αρχιτέκτονάς του το χωρίζει σε τρία μέρη, την αίθουσα του προθαλάμου, την κυρίως οκταγωνική αίθουσα, και την κυρίαρχη μεγάλη κόγχη. Μπαίνοντας από την είσοδο, βρισκόμαστε σε κεντρικό παραλληλεπίπεδο χώρο, ο οποίος καταλήγει δεξιά και αριστερά σε δύο κόγχες. Ακολουθεί ο ενωτικός διάδρομος μεταξύ της αίθουσας προθαλάμου και της κυρίως οκταγωνικής αίθουσας. Διαβαίνοντας τον διάδρομο, και μετακινούμενοι προς το κέντρο της αίθουσας, τα μάτια μας αναγκάζονται να ανέβουν σταδιακά προς τον τεράστιο θόλο.

Με την είσοδό μας στο ορθογωνικό τμήμα του προθαλάμου, αισθανόμαστε τη διάσπαση και τη διαστολή του χώρου στον προθάλαμο, ενώ προχωρώντας προς την κυρίως οκταγωνική αίθουσα αισθανόμαστε την προς τα άνω ανάταση, που έντεχνα επεδίωξε ο αρχιτέκτονας. Η επιτυχία οφείλεται στην ανασύνθεση των δύο τεταρτοσφαιρίων του προθαλάμου σε ενιαίο τρούλο, με παράλληλη αύξηση της διαμέτρου, που έχει σαν αποτέλεσμα να αυξάνει ο κατακόρυφος άξονας. Δημιουργεί, παράλληλα με την ολοκλήρωση, την τάση για ανάταση προς το άπειρο του θόλου. Τα μέρη της όλης σύνθεσης εμφανίζουν χαρακτήρα μηχανισμού που εργάζεται. Το σύνολο υποτάσσεται κάτω από την παντοδυναμία του θόλου.

Με την έντεχνη τοποθέτηση των επτά περιμετρικών κογχών στην περίμετρο της οκταγωνικής αίθουσας, επιτυγχάνει ο αρχιτέκτονας, μαζί με την αίσθηση του δέους του θόλου, να μας δημιουργήσει και αισθήματα φόβου, αφαιρώντας σταδιακά, από τη βάση του μεγάλου θόλου και προς τα κάτω, τη διατομή στήριξης. Η όλη συνθετική κίνηση είναι αντίθετη στην στατική πραγματικότητα της εποχής, η οποία απαιτεί, κατεβαίνοντας προς τη βάση, τουλάχιστον την ίδια διατομή.

Βηματίζοντας στην κυρίως οκταγωνική αίθουσα, οι σε οκταγωνική κάτοψη τοξοστοιχίες δείχνουν στο μάτι εικόνες με άπειρες μεταλλαγές μιας και της αυτής ενιαίας μορφής. Η όλη μορφολογία στην οκταγωνική αίθουσα έχει καμπύλες γραμμές, επιφάνειες λείες και επίπεδο διάκοσμο, παρουσιάζοντας ένα οπτικό σύνολο εικόνων όπου το μάτι αισθάνεται ευχάριστα.

Στον χώρο, ορίζεται κυρίαρχα η ύπαρξη του κατά μήκος άξονα, με κατάληξη την, υπερμεγέθη σε διάσταση, κεντρική κόγχη. Με μόνο αυτό το χαρακτηριστικό δεν μπορούμε να κατατάξουμε το κτίριο στα απολύτως περίκεντρα. Η μεγάλη, κεντρική κόγχη με τις μεγάλες προοπτικές γραμμές που δημιουργεί, ενοποιεί και συντείνει στην ανάταση. Η αρμονική τάξη του περιβάλλοντος στην κυρίως αίθουσα, αναγκάζει το μάτι να κινηθεί προς όλες τις κατευθύνσεις και μας δίνει μια αίσθηση ελευθερίας.

Με δεδομένο το μεγαλείο που εξέπεμπε το νέο αυτό κτίριο, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε απίθανο ότι οι συνθετικές και αισθητικές του αξίες μεταπήδησαν μεταλλαγμένες σε ναούς όπως των Αγίων Σέργιου και Βάκχου της Κωνσταντινούπολης, του Αγίου Βιτάλιου της Ραβέννας, για να βρουν την απόλυτη έκφρασή τους στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης.

Η αντίθεση φωτεινών και σκοτεινών επιφανειών συντείνει ακόμη περισσότερο στο να αναδεικνύεται το άπειρο του χώρου. Το βάθος εντείνεται ακόμη περισσότερο με την έντεχνη μελέτη και εφαρμογή της εισερχόμενης ποσότητος άμεσου και έμμεσου φωτισμού. Ο άμεσος φωτισμός εισέρχεται την ανατολή κάθε ημέρας από την ανατολική πλευρά και βαίνει μειούμενος κατά την 12η μεσημβρινή. Την 12η μεσημβρινή υπάρχει μηδενική ποσότητα άμεσου φωτισμού και το εσωτερικό φωτίζεται από τον υπάρχοντα πάντα εκείνη την ώρα έντονο έμμεσο φωτισμό. Μετά την 12η μεσημβρινή, ο άμεσος φωτισμός αρχίζει αυξανόμενος από την δυτική πλευρά, για να φθάσει στην μεγαλύτερη δυνατή ένταση με την δύση του ηλίου. Ο πιο έντονος άμεσος φωτισμός κατευθύνεται στο δάπεδο της κεντρικής αίθουσας του Οκταγώνου, αφήνοντας υποφωτισμένο τον εσωτερικό χώρο της κάθε κόγχης, ιδιαιτέρως της κεντρικής, η οποία στο κέντρο της δεν δέχεται άμεσο φωτισμό καμιά ώρα της ημέρας, και όμως είναι συνεχώς ορατή, πάντα υποφωτιζόμενη.

Η αίσθηση του απείρου γίνεται μεγαλύτερη κοιτάζοντας προς τις κόγχες και ειδικότερα στην κεντρική.

Το όλο πρόγραμμα αποτελεί έναν από τους δρόμους για την διεύρυνση των αισθημάτων, σχετικά με τη μόνη ζωντανή ιστορική μνήμη που κουβαλά ο χώρος μας, τα μνημεία που μας περιβάλλουν.

Οπωσδήποτε, μεγαλύτερες ομάδες εργασίας, διαφόρων ειδικοτήτων, θα επιτύχουν καλύτερα αποτελέσματα και -για χάρη της ευρύτερης αποκάλυψης των «αισθήσεων» των μνημείων και της μνήμης που μας περιβάλλει-, οφείλουν να συγκροτηθούν.

Δ.Γ.Τενεκετζής

Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα..


footer_11.gif - 10896,0 K