Ενενήντα Επτά - To Περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας
Τεύχος 7ο


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΡΧΙΩΤΗ

Αχ, έλαττον! αχ, έλαττον!

Εδώ στην επαρχία, αρκούμαστε στα ελάχιστα, που είναι η πιο αντιφατική ύλη: Ο Σεζάν άφηνε, λέει, πάντα λίγο μπλε να παρεισφρέει στους πίνακές τουš στην κλίμακα των διαρκών μετατονισμών του χρώματος, αυτή ήταν η νότα του ουρανού (ή της αβύσσου). Ο Στοκχάουζεν, στην «ηλεκτρονική» φάση του, προσπαθούσε να πιάσει τους ήχους του διαστήματος, ελπίζουμε όμως ότι οι εξωγήινοι δεν έκαναν το αντίστροφο: προτιμάμε να τους φανταζόμαστε φιλικούς. Πολλοί ποιητές ονειρεύτηκαν ένα σχεδόν σιωπηλό ποίημα -ένα μουρμουρητό από το υπερπέρανš ο Σεφέρης έλεγε πως ένας στοχαστικός ψίθυρος διαπερνούσε τον διδακτισμό του Καβάφη, έκδηλος σε κάποιαν αλλαγή της σύνταξης, σε κάποιο κυμάτισμα του τόνου- κι ο νεαρός Σολωμός έγραψε ένα υπέροχο ποίημα αλληγορώντας το Ελάχιστο με τον ενικό αριθμό: «η άθλια ψυχή καθήμενη σε χόρτο, σε λουλούδι». Ο Βαλερύ ενδιαφερόταν για μια τροπή της υποτακτικής και για ψιλοκουβέντα, λέει ο Μαλρώ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ερώτηση που κάνει (στο «Μες το φαράγγι» του Τσέχωφ) η Λίπα, κουβαλώντας το νεκρό παιδί της μες στην απόλυτη ερημιά, στους χωριάτες που βλέπει ξαφνικά να πλησιάζουν μ' ένα κάρο: «Είστε άγιοι;» «Όχι, είμαστε από το Αστάποβο», της απαντούν. Διερωτώμαι αν η όρασή μας θα είναι ακόμη ικανή να διακρίνει τα παραμικρά παιγνίδια του στυλ, αυτά που δημιουργούν ένα ρήγμα ανάμεσα στον καλό και στον κακό συγγραφέα, όταν τελειώσει μια γιορτή που φαντάζεται τον πολιτισμό περίλαμπρο και αυτόφωτο (σαν τα οπίσθια της πυγολαμπίδος, θα έλεγε ο Ροΐδης)š αλλά ας μην παρεκβαίνουμε.

Από την άλλη μεριά, το Ελάχιστο -αλλά σε υπερβολικές ποσότητες- ήταν πάντα το θησαυροφυλάκιο του κακού γούστου. «Σό 'χω και σουπίτσα», λέει η Κατερίνα στον γέρο της, σε μια πασίγνωστη ελληνική ταινίᚠονειρεύονται μια φωλίτσα, μια γλαστρούλα, μια παραγκούλᚠη υπερβολική ποσότητα εδώ αφορά στον υποκορισμό. Στη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου (την αποθέωση του κιτς) προσφέρουμε ένα λουλούδιš ανατριχιάζω ακόμη όταν θυμάμαι μια θεία που έφερνε πάντα «κάτι συμβολικό» (ήταν τρομερή τσιγκούνα, αλλά ήταν και της μόδας τότε αυτά τα φορητά σημάδια αδιαφορίαςš έπειτα ήρθαν οι κάρτες δώρου και την θεσμοποίησαν)š η υπερβολή εδώ έγκειται στο ψεύδος, στην πλαστικοποιημένη αβρότητα. Τα σπίτια της δεκαετίας του '60 βούλιαζαν από τα μικροπράγματα, τα σκατολοϊδια, τα τόσα δᚠαπλώνονταν παντού, μια και η δεύτερη φύση των μικροαστών απεχθάνεται τα κενά (η πρώτη τα κατοικεί)š στο τέλος απαλλοτρίωναν την επίπλωση: ένα κομοδινάκι εδώ, για να ακουμπήσουμε το αμπαζούρ, που κι αυτό ήταν από κάτι μικρό και ευτελές φτιαγμένο. Τα VAT-69 (οι νοικοκυρές πρέπει να ήσαν αλκοολικές συλλήβδην, αλλιώς πού έβρισκαν τα μπουκάλια, τόσα μπουκάλια;) φωταγωγούσαν την κατάθλιψη. Στο σκρίνιο γινόταν μια μικρή, αόρατη μετακόμιση: συσσωρεύονταν διαρκώς γυαλικά, ποτηράκια, φλιτζανάκια -μετατρέποντας σε υπερθέαμα την απλή άρνηση να σε σερβίρουν. Τέλος, όλοι εύρισκαν χαριτωμένα τα παιδιά.

Υπάρχει στ' αλήθεια μια αφήγηση περί παιδικότητας, την οποία εξυφαίνουν από κοινού ο Ντίσνεϊ, τα καταστήματα παιγνιδιών, οι διαφημίσεις και οι μαμάδες που τα βλαστάρια τους (δυστυχώς, παρά τις προσπάθειές τους) μεγάλωσαν: σύμφωνα μ' αυτό το παραμύθι, που δεν αφορά τα παιδιά, στην παιδική ηλικία όλα είναι μικρά -όχι επειδή είναι μικροκαμωμένο ένα παιδάκι (θα 'πρεπε να 'ναι όλα τεράστια, υποτίθεται πως νοιαζόμαστε πώς τα βλέπει αυτό) αλλά επειδή εμείς κοιτάμε στο βάθος του ορίζοντα να απομακρύνεται μια παιδική ηλικία από την οποία κρατήσαμε μόνον την καταστολή και μιαν εξωραϊσμένη μινιατούρα. Ο ελάχιστος κόσμος των παιδιών καθησυχάζει τους μεγάλους (κι επιπλέον αντιστρέφει μια καθήλωση): τι είναι ένα παιδάκι; ένας μικρός χειρούργος, μικρός καντηλανάφτης, μικρός βυρσοδέψης, μικρός μπάτσος, μικρομέγαλος. Το παιδί θεωρήθηκε η ενσάρκωση του Ελάχιστου, επειδή η ενηλικίωση θεωρήθηκε διαστολή ενός μοντέλου.

Το δέντρο που στολίζουμε τα Χριστούγεννα (μια γιορτή των παιδιών και της οικογένειας) υψώνεται κατακόρυφα επειδή ακριβώς συναιρεί πάνω του όλες τις αντιφάσεις αυτού του τοπίου. Στα κλαδιά σκαρφαλώνει ένα εραλδικό σύμπαν: σύμβολα χιονιού, εμβλήματα χρυσού, ενδείξεις βροχής, άστρα λαμπρά από γυαλιστερό χαρτί -τέλος, μικρόκοσμοι να αιωρούνται: οι μπάλες. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο συνοψίζει την παλιά αλχημική ιδέα, και την προβάλλει στο επίπεδο του γούστου (αυτός είναι ο λόγος που τα εθνικά καραβάκια, πλέοντας φωταγωγημένα στα έξι ή τα δώδεκα μίλια, δεν το αντικατέστησαν: ήσαν εκτός του κόσμου μας, εκτός νοοτροπίας). Το κιτς το βλέπουμε -κι όσο ο δήμαρχος γνωστής επαρχιακής πόλης θα διακοσμεί με παλαιούς φανούς και άφθονα συντιβάνια τους δρόμους όπου καθημερινά μας προσβάλλουν, μας σπρώχνουν, μας δηλητηριάζουν, μας σπιντάρουν και πότε-πότε μας σκοτώνουν, θα ζούμε την επέλασή του: δεν είναι τυχαίο που είναι προπάντων στις πόλεις τόσο εμφανή τα Χριστούγεννα -και (άλλοτε) τόσο εμπορικά... Όμως η άλλη πλευρά, η Υψηλή; ’ρρηκτα δεμένη με το κιτς, που κοιμάται στα βάθη της όπως το σκουλήκι στο ρόδο του Μπλέικ, συνυφασμένη με μια διάθεση μονίμως ειρωνική, εμφανίζεται σαν άλως γύρω από το δέντρο, τη νύχτα: Το κατασκευασμένο, το υποκατάστατο, το κακόγουστο υπονομεύεται στα σκοτεινά από τις ίδιες του τις ελάχιστες ύλες. Τα φωτάκια είναι οι διαλείπουσες λάμψεις ενός νοήματος θαμμένου στα μπιχλιμπίδια και στα τσαλακωμένα χρυσόχαρτᚠτο μπαμπάκι διαιωνίζει μιαν ωχρή, ψεύτικη ανταύγεια χιονιού -τη νοσταλγία για μιαν αθόρυβη ζωޚ οι μπάλες...

«Η ζωή είναι πιθανώς στρογγυλή» έγραψε ο Βαν Γκόγκš διαγράφει την τροχιά τού παραληρήματος ή της ονειροπόλησης, αυτό είν' αλήθεια. Όμως ο Ρίλκε έβλεπε τον κόσμο να στρογγυλεύει σαν θόλος γύρω από ένα μοναχικό δέντρο -και άκουγε στρογγυλή στο δάσος τη φωνή του πουλιού. Ο Μεσσιάν μετέγραφε σε νότες τις φωνές των πουλιών, κι ο Μισελέ (λέει ο Μπασελάρ, που δεν ξέρουμε ποιος του το είπε) έγραψε: «το πουλί είναι σχεδόν ολοστρόγγυλο» -μιλώντας για τα πετεινά του ουρανού, εννοείται... Οι μπάλες στο δέντρο είναι η μελωδία του Ελάχιστου που πάγωσε στο κέντρο του φτηνού, τεχνητού σύμπαντοςš στογγυλά πουλιά κάθονται σαν «σημαδόφωνα μιας άλλης μουσικής» (αυτό το τελευταίο το 'γραψε ο Καψάλης).

Γιώργος Κοροπούλης

Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα..


footer_11.gif - 10896,0 K