Το κτίριο της Βουλής

Α. Παλαιά Ανάκτορα

Το κτίριο που σήμερα στεγάζει τη Βουλή κατασκευάσθηκε αρχικά ως ανάκτορο του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας, Όθωνος. Στις 5 Φεβρουαρίου 1836 άρχισαν οι εργασίες ανέγερσης του ανακτόρου σε χώρο που επιλέχθηκε προσεκτικά. Τα σχέδια είχαν γινει από τον διάσημο αρχιτέκτονα Φρειδερίκο Γκαίρτνερ, σχεδιαστή, μεταξύ άλλων, των βασιλικων ανακτόρων του Μονάχου και του Μουσείου Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης.

Γνώστης και θαυμαστής της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, ο Γκαίρτνερ προσπάθησε να σεβασθεί τα αρχαία μνημεία της Αθήνας δίνοντας ένα επιβλητικό δωρικό ρυθμό στην εξωτερική όψη του κτιρίου των Ανακτόρων με μεγαλοπρεπή αετώματα και επιβλητικές κιονοστοιχίες. Για τον εσωτερικό διάκοσμο προτίμησε την ανάλαφρη αρχιτεκτονική του ιωνικού ρυθμού.

Διακόσιοι επιλεγμένοι τεχνίτες ήρθαν από τη Νάξο, τη Σύρο και την Τήνο και έκτισαν με τα καλύτερα οικοδομικά υλικά τα Ανάκτορα καλύπτοντας μια επιφάνεια 7.000 τετρ. μέτρων. Ο εσωτερικός διάκοσμος ήταν κάτι το μοναδικό για την εποχή εκείνη. Μεγάλες αίθουσες των Ανακτόρων φιλοτεχνήθηκαν με ιδιαίτερη προσοχή. Οι πιο ονομαστές ήταν οι αίθουσες του θρόνου, των τροπαίων και οι τρεις αίθουσες χορού, που κοσμήθηκαν με θαυμάσιες τοιχογραφίες και εκλεκτά μάρμαρα.

Μετά από έξι χρόνια, το νέο οικοδόμημα παραδοθηκε στη βασιλική οικογένεια του ΄Οθωνος, που έζησε σε αυτό επί είκοσι χρόνια, στη συνέχεια δε κατοικήθηκε από τους βασιλείς της νέας δυναστείας (των Γλύξμπουργκ).

Τον Ιούλιο του 1884 μία πυρκαϊά κατέστρεψε το βόρειο τμήμα των Ανακτόρων προκαλώντας τεράστιες ζημιές. Μια δεύτερη πυρκαϊά στις 24 Δεκεμβρίου του 1909 αποτέφρωσε όλο το κεντρικό τμήμα των Ανακτόρων. Η τότε βασιλική οικογένεια μεταφέρθηκε στην εξοχική κατοικία της Δεκέλειας (Τατοϊου) και δεν επανήλθε πλέον, ενώ εξ άλλου ο διάδοχος του θρόνου είχε ήδη εγκατασταθεί σε ανεγερθέντα ξεχωριστά ανάκτορα στην οδό Ηρώδου του Αττικού (το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο).

Το Μέγαρο των Παλαιών Ανακτόρων παρέμεινε ακατοίκητο μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή. Το 1922 χιλιάδες πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στο ημιερειπωμένο κτίριο και στον περίβολό του, με αποτέλεσμα να ολοκληρωθούν οι ανεπανόρθωτες ζημιές που είχαν γίνει στις τοιχογραφίες και τις διακοσμήσεις ήδη από την πυρκαϊα του 1909.

Β. Σύγχρονη Βουλή

Τα παλαιά Ανάκτορα της Πλατείας Συντάγματος χρησιμοποιήθηκαν αργότερα για διαφορετικό σκοπό. Το 1929 η Κυβέρνηση αποφάσισε να μεταφερθεί σε αυτά η Βουλή από το παλαιό Βουλευτήριο της οδού Σταδίου.

Με σχέδια του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή έγιναν σημαντικές αλλαγές. Το καλοκαίρι του 1930 άρχισαν οι εργασίες της μετατροπής του κτιρίου ώστε να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες. Κατεδαφίσθηκε όλο το κεντρικό τμήμα που είχε καταστραφεί από την πυρκαϊά του 1909. Στη θέση του κτίσθηκαν η μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων και η αίθουσα της Γερουσίας, με επικάλυψη από γυαλί για να υπάρχει φυσικός φωτισμός. Το υπόλοιπο τμήμα του κτιρίου διατηρήθηκε όπως είχε κτισθεί. Αφαιρέθηκαν μόνο τα πατώματα και αντικαταστάθηκαν με πλάκες από οπλισμένο σκυρόδερμα, χωρίς να κατεδαφισθούν οι τοίχοι. Ανοίχθηκε επίσης στη βορεινή πλευρά του κτιρίου μία επί πλέον είσοδος.

Πρώτη η Γερουσία εγκαταστάθηκε στο ανακαινισμένο κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων στις 2 Αυγούστου 1934. Η Βουλή μεταφέρθηκε εκεί ένα χρόνο αργότερα, την 1η Ιουλίου 1935, όπου άρχισε τις εργασίες της η Ε' Εθνική Συνέλευση.

Στον χώρο του προαυλίου των Παλαιών Ανακτόρων προστέθηκε το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, το οποίο φιλοτεχνήθηκε με ιδιαίτερη φροντίδα απο τον αρχιτέκτονα Λαζαρίδη, το έτος 1932, και αποτελει έκτοτε το επίκεντρο των εθνικών εορτασμών.

Στο Μέγαρο της Βουλής έγιναν αργότερα μικρότερες αλλαγές ώστε να γίνει περισσότερο λειτουργικό για τους βουλευτές και τις υπηρεσίες που στέγασε. Το νέο εντευκτήριο των βουλευτών στη μεσημβρινή πλευρά και η εγκατάσταση συστήματος κλιματισμού στις μεγάλες αίθουσες είναι μερικά μόνο δείγματα.

Σήμερα κινούνται καθημερινά στον χώρο του Μεγάρου της Βουλής, εκτός από τους τριακόσιους αντιπροσώπους του Έθνους, επτακόσιοι περίπου υπάλληλοι που συντονίζουν το έργο της. Η μεγαλοπρέπεια του κτιρίου, παρά τις κακοτυχίες που υπέστη, δεν έχει μειωθεί. Το έργο του Γκαίρτνερ ορθώνεται στο κέντρο της Αθήνας και αποτελεί κήρυκα της ιστορίας του τόπου.